Έξι μέρες στην Αθήνα με τα μάτια του Ξένου
Oι “Έξι μέρες στην Αθήνα” αποτελούν μια προσπάθεια αναζήτησης της εικόνας της Αθήνας στα μάτια του Ξένου μέσα από μια σειρά αποσπασμάτων ταξιδιωτικής (και όχι μόνο) λογοτεχνίας που δημιουργούν ένα «ημερολόγιο ταξιδίου» από τoν 18ο αιώνα ως τα σύγχρονα χρόνια.
Ξεκινώντας από τον περιηγητισμό του 18ου αιώνα, ασχολία που αφορούσε κατά κύριο λόγο τους ευκατάστατους και τους μορφωμένους της εποχής, περνάμε στα πρώτα χρόνια της Νέας Αθήνας, και στον αναπόφευκτο μαγνητισμό που ασκούσε στους Ευρωπαίους της εποχής. Λίγες δεκαετίες αργότερα, ο εξωτισμός των Αμερικάνων για την μικρή πρωτεύουσα είναι σχεδόν δεδομένος, όπως το βλέμμα του παγκόσμιου ελληνισμού απέναντι στην “χαριτωμένη πόλη” στέκεται τρυφερό. Φτάνοντας στο σήμερα, από την Αθήνα απομένει η μαγεία, έστω και καλυμμένη από μιαν αμηχανία.
Κοινό νήμα που ενώνει τους τόσο διαφορετικούς “περιηγητές” αποτελεί το αττικό τοπίο, οι άνθρωποι, το φως, οι ήχοι – και η βαθιά αίσθηση ότι αυτή η πόλη ήταν, είναι και θα είναι πάντα κάτι παραπάνω από αυτό που φαίνεται.
Ημέρα Πρώτη: Ο Hans Cristian Andersen στην Πλατεία Θεάτρου (1841)
Το θέατρο, όπου πήγαμε το βράδυ, είναι λιγάκι έξω από την πόλη. Μου συνέβη, επομένως, το απροσδόκητο: να εγκαταλείψω το κτήριο στη μέση της νυκτός, μετά από μια παράσταση του «Κουρέα της Σεβίλλης» και της «Κλέφτρας Κίσσας» για να με βρω κάτω από ουρανούς ανατολίτικους, με αστέρια τόσο φωτεινά που μπορούσα να δω όλη την απέραντη πεδιάδα, κυκλωμένη από ψηλά βουνά. Ήταν ήσυχα και μοναχικά, σαν ένας μάγος να με είχε μεταφέρει στην πιο άγονη έρημο.
Η μεγαλοπρεπής διακόσμηση της φύσης χλεύαζε τα ζωγραφιστά σκηνικά του θεάτρου · η μοναξιά αποκάλυπτε ένα δράμα που μου έδειχνε πόσο ασήμαντα κι επιπόλαια είναι όλα στον τόπο από τον οποίο κατάγομαι. Σε αυτή την ταπεινωτική αντίθεση, ένιωσα το κλασικό μεγαλείο της Αθήνας.
Ένας μόνος, μαρμάρινος κίονας στεκόταν στο δρόμο μου, εν μέσω φύλλων και χαλικιών · κύριος οίδε ποιο ναό κάποτε στόλιζε.
Οι ντόπιοι λένε πως είναι η κολώνα στην οποία δέσανε και μαστιγώσανε οι δήμιοι Του το Χριστό · και πιστεύουν πως οι Τούρκοι την έχουν ρίξει πολλές φορές στη θάλασσα, μα αυτή, κάθε νύχτα, επιστρέφει. Ο λευκός κίονας στεκόταν μέσα στην μοναξιά, δείχνοντας την κατάστερη νύχτα και τους ουρανούς από πάνω του.
Έξι μέρες στην Αθήνα με τα μάτια του Ξένου
Ημέρα Δεύτερη: Η Virginia Woolf στην Ακρόπολη και τον Κεραμεικό
Όταν χάραξε η μέρα, πήγαμε όλοι ο καθένας στο παράθυρό του και είδαμε πως ένας μεγάλος βραχώδης όγκος ξεπρόβαλλε από το σκοτάδι, κοκκινωπός και χαραγμένος από σκιές, πάνω στον οποίο ήταν εγκατεστημένες δυο ομάδες κιόνων, η μια κοκκινωπή σαν τον ίδιο το βράχο, η άλλη λευκή και εύθραυστη. […] Οι φθορές του χρόνου είναι ανελέητες, παρ’ όλα αυτά ο Παρθενώνας στέκει ακόμη νέος και ακτινοβόλος. Οι κολόνες του υψώνονται σαν ωραία στρογγυλεμένα μέλη που αστράφτουν από υγεία.
Όταν ωστόσο τον είδαμε για πρώτη φορά, το φως ήταν τόσο άγριο που μόλις και μετά βίας μπορούσαμε να υψώσουμε τα μάτια μας στη ζωφόρο – και εξαιτίας όλου αυτού του μαρμάρου που ήταν σκορπισμένο στα πόδια μας, μαρμάρινες πλάκες, μαρμάρινα τύμπανα, μαρμάρινα θραύσματα πεσμένα στο έδαφος, όλα μοιάζαν να αντανακλούν το φως στα μάτια μας.
Το βράδυ, καθώς έπεφτε ο ήλιος και έβαφε όλη την ατμόσφαιρα μ’ ένα χρώμα κοκκινωπό, πήγαμε στην Οδό των Τάφων.
Πρόκειται για ένα ακατάστατο κομματάκι γης, που το χωρίζουν από το δρόμο ψηλά κάγκελα, και το χορτάρι φυτρώνει ψηλό και σε κάθε βήμα σκοντάφτεις σε κάποιο θραύσμα αγγειοπλαστικής ή μαρμάρου. […] Τρεις εργάτες πελεκούσαν τη γη με κασμάδες στην άλλη άκρη του περίβολου – και είχαν ήδη φέρει στο φως ορισμένα πέτρινα θεμέλια, το σχέδιο ενός σπιτιού, ή, ίσως, ενός δρόμου.
Επισκεφθήκαμε την Ακρόπολη και με το ηλιοβασίλεμα. Κι όταν μιλάς για «το χρώμα» του Παρθενώνα, απλώς συμβιβάζεσαι με τις απαιτήσεις της γλώσσας.
Ένας ζωγράφος που χρησιμοποιεί την τέχνη του για να εκφραστεί, ομολογεί πως έχει τους ίδιους περιορισμούς. Ο ναός λάμπει κατακόκκινος. Όλο το δυτικό αέτωμα μοιάζει να φλέγεται για πρώτη λες φορά στο ηλιοβασίλεμα αντίκρυ. […] Δεν υπάρχει μέρος που να φαίνεται τόσο πλήρες πόθου και ζωής όσο τούτο το πλάτωμα με τις νεκρές αρχαίες πέτρες. […] Ακούγεται μια καμπάνα από κάτω και, για άλλη μία φορά, η Ακρόπολη μένει ολομόναχη. Πήγαμε με τα πόδια στο σπίτι, διασχίζοντας τους θορυβώδεις δρόμους.
Έξι μέρες στην Αθήνα με τα μάτια του Ξένου
Ημέρα Τρίτη: Ο Mark Twain κοιτά την άηχη πόλη (1869)
Τώρα, η πανσέληνος ανέβαινε όλο και πιο ψηλά στον ασύννεφο ουρανό. Σουλατσάραμε απρόσεχτα και ριψοκίνδυνα στην άκρη των πολεμίστρων του Kάστρου και κοιτάξαμε κάτω – σα σε όνειρο. Και τι όνειρο! Η Αθήνα υπό το σεληνόφως! Αυτό το τοπίο είδε, στα σίγουρα, ο προφήτης που οραματίστηκε το μεγαλείο της Νέας Ιερουσαλήμ!
Κειτόταν στην πεδιάδα ακριβώς κάτω από τα πόδια μας, απλωμένη σα ζωγραφιά, και την θωρούσαμε από ψηλά, σαν από αερόστατο. Δρόμους δε ξεχωρίσαμε, όμως κάθε σπίτι, κάθε παράθυρο, κάθε κληματαριά, διακρινόταν πεντακάθαρα, σαν να ‘ταν μεσημέρι, χωρίς όμως λαμπρότητες, δίχως τίποτα κραυγαλέο ή απωθητικό – η άηχη πόλη πλημμύριζε με το πιο απαλό φως που έχει στείλει ποτέ η Σελήνη, και έμοιαζε με πλάσμα ζωντανό, παραδομένο σε έναν ήσυχο ύπνο.
Στην απέναντι πλευρά έστεκε ένας ναΐσκος, που με τις ντελικάτες του κολώνες και την περίτεχνή του πρόσοψη μαγνήτιζε το βλέμμα, μας μάγευε – κι εκεί κοντά, το βασιλικό παλάτι πρόβαλε τους απαλούς του τοίχους μέσα από τη χλόη ενός μεγάλου κήπου που λουζόταν από ένα ρυάκι κεχριμπαρένιου φωτός, σαν σταγονίτσες χρυσής φωτιάς που έχαναν την λάμψη τους κάτω από τη δόξα του φεγγαριού, κι απλωνόντουσαν απαλά πάνω σε μια θάλασσα από σκοτεινά φύλλα, όπως τα αστέρια στην ερημιά του γαλαξία.
Από πάνω μας οι αρχαίοι κίονες, μεγαλόπρεποι ακόμα μέσα στην ερειποσύνη τους, μπροστά μας μια πόλη ονειρευόμενη, στο βάθος η ασημένια θάλασσα – αμφιβάλλω αν στον κόσμο ολόκληρο υπάρχει εικόνα που να φτάνει αυτή την ομορφιά, έστω και στο μισό της. […]
Σε κάθε βήμα της επιστροφής μας παρακολουθούμασταν από ένοπλους φρουρούς, κάποιοι από τους οποίους είχαν – αλίμονο – αποκοιμηθεί, μα με το δάχτυλο στη σκανδάλη. Αυτό φανερώνει τι σόι πόλη είναι η σύγχρονη Αθήνα – μια κοινωνία χαρακτήρων αμφιλεγόμενων.
Όλοι αυτοί οι άντρες δε φρουρούσαν τις περιουσίες τους από τους ξένους, που άλλωστε σπανίζουν στην Αθήνα και τον Πειραιά, κι αν ποτέ έρθουν, προτιμούν φυσικά το φως της μέρας, και βέβαια μπορούν να αγοράσουν όσα σταφύλια βαστά η ψυχή τους για πενταροδεκάρες: τις φρουρούσαν ο ένας από τον άλλο. Οι σύγχρονοι Αθηναίοι είναι διαβόητοι κακοποιοί, αν τα κουτσομπολιά αληθεύουν – και μα το Θεό, πιστεύω πως αληθεύουν.
Έξι μέρες στην Αθήνα με τα μάτια του Ξένου
Hμέρα τέταρτη: Ο Κ.Π. Καβάφης σε μια Γαλλική ή Ιταλική Αθήνα (1901)
Η είσοδος στο λιμάνι του Πειραιώς έχει μεγαλοπρέπεια. Ο ίδιος ο Πειραιεύς είναι μια εμορφότατη μικρή πολιτεία. Ωραίο το θέαμα. Τραβήξαμε για την Αθήνα – ως ¾ της ώρας διαδρομή. Οι μενεξεδένιοι λόφοι στο βάθος είναι γοητευτικοί.Κατά το απόγευμα, κάναμε ένα περίπατο στους κυριότερους δρόμους.
Πολύ, πολύ χαριτωμένη πόλις – εντελώς Ευρωπαϊκή, Γαλλικού ή Ιταλικού τύπου. Μ’άρεσαν πολύ οι στολές των αξιωματικών · και οι αξιωματικοί, και οι στρατιωτικοί κάνουν την καλύτερη εντύπωση. Το πρωί τράβηξα κατά την οδό Νίκης, καθώς και σ’ άλλους δρόμους. Είδα πολλά από τα κυριότερα κτίρια – την Εθνική Τράπεζα, την Τράπεζα των Αθηνών, τη Βουλή, το Θέατρο, το Πανεπιστήμιο. Ωραίες οικοδομές.
Το μόνο μειονέκτημα είναι που δεν έχει σκιά στους δρόμους (λόγω του πλάτους των και λόγω του μικρού ύψους των σπιτιών). Γι αυτό, δεν μπορεί κανείς να κυκλοφορήσει πεζή, κάτω απ’ τον αψύ ήλιο του Ιουνίου, μεταξύ 10 π.μ και, υποθέτω, 5 μ.μ. […]
Πήγαμε σ’ ένα καφενείο, στην γωνιά της οδού Αθηνάς, προς την πλατεία Ομονοίας, απέναντι από τον σιδηροδρομικό σταθμό της Ομονοίας. Κάτω απ’ το καφενείο είναι το «Concert Alexandre le Grand», ένα είδος πορνείου. Το επεσκέφθηκα. Είν’ ένα μικρό δωμάτο, μ’ άλλα μικρότερα δωμάτια συνεχόμενα, όπου παίζουνε χαρτιά. Δείχνει μέρος πρόστυχο.
Έξι μέρες στην Αθήνα με τα μάτια του Ξένου
Hμέρα πέμπτη: Η λαίδη Εlisabeth Craven στην Αθήνα της Τουρκοκρατίας (1786)
Ο ναός της Αθηνάς στην Ακρόπολη της Αθήνας χρησιμοποιούνταν από τους Τούρκους ως πυριτιδαποθήκη και όταν ανατινάχθηκε έπεσαν κάτω τόσα πολλά όμορφα γλυπτά, που θα ήμουν ευτυχισμένη αν είχα την άδεια να μαζέψω τα σπασμένα κομμάτια από το έδαφος – αλλά, αλίμονο, σερ, δεν μπορώ να πάρω ούτε ένα δάχτυλο χεριού ή ποδιού. […]
Και επιστρέψαμε στου προξένου πολύ ανήσυχοι για τη μεγάλη αδικία και την άγνοια των Τούρκων, που δεν έχουν στ’ αλήθεια την παραμικρή ιδέα για την αξία των θησαυρών που κατέχουν και τους καταστρέφουν άσκοπα σε κάθε περίσταση. Για παράδειγμα, από έναν από τους κίονες του ναού του Θησέα έχουν κόψει ένα κομμάτι μάρμαρο για να κάνουν ασβέστη που θα χρησιμοποιηθεί στην κατασκευή ενός τούρκικου συντριβανιού – και αυτή είναι η μοίρα πολλών αριστουργημάτων των καλύτερων ελληνικών γλυπτών. […]
Νομίζω πως για δύο λόγους θα έπρεπε να πάψουμε να μένουμε έκπληκτοι μπροστά σ’ αυτά τα υπέροχα έργα: ο πρώτος είναι ότι στα αρχαία χρόνια είχαν εκατοντάδες ή χιλιάδες σκλάβους ή είλωτες να ταΐσουν και είναι εύλογο να υποθέσουμε ότι οι αφέντες τους θα τους κρατούσαν απασχολημένους · ο δεύτερος είναι ότι το κλίμα και το έδαφος ήταν ακατάλληλα για την καλλιέργεια κήπων, ενώ μάρμαρο αγνό και πάλλευκο βρισκόταν όχι μόνο στην Πάρο, αλλά και κοντά στην Αθήνα.
Δεν θα μπορούσαμε τάχα να φανταστούμε πως οι σκλάβοι το εξόρυσσαν από τη γη και το δούλευαν υπό την καθοδήγηση των Αθηναίων αρχιτεκτόνων και γλυπτών, και πως το διακοσμητικό μέρος, ίσως όχι μόνο οι τελευταίες χαρακιές, γινόταν από το χέρι κάποιου καλλιτέχνη είτε της γλυπτικής είτε της αρχιτεκτονικής; Εμείς φτιάχνουμε εντυπωσιακές εικόνες για τους ζωγράφους με τα δέντρα που φυτεύουμε στους κήπους και τα πάρκα μας.
Οι Αθηναίοι δεν μπορούσαν να δημιουργήσουν ούτε τοπίο ούτε σκιά μ’ αυτά –
αλλά τελειοποίησαν μια τέχνη που τους προσέφερε καθίσματα και περιπάτους, προστατευμένους από τις καυτές ακτίνες του ήλιου χάρη στα χρήσιμα μαζί και όμορφα μαρμάρινα κτίριά τους. Δείχνουν στην Αθήνα ένα μικρό πορτοκαλεώνα, ούτε είκοσι τετραγωνικά πόδια, που θεωρούνταν εκείνο τον καιρό πιο γοητευτικός από έναν καινούργιο ναό, μια ιερή στήλη ή ένα βραβείο στους Ολυμπιακούς Αγώνες.
Εμείς φτιάχνουμε έναν κήπο με γρασίδι ή φυτεύουμε μια συστάδα θάμνων – εκείνοι έχτιζαν ένα κτίριο. Η ποικιλία των κτισμάτων και ο αριθμός των στηλών, που ύψωναν μόνο και μόνο προς ανάμνηση των πιο ασήμαντων γεγονότων, αποδεικνύουν πως αυτή η τέχνη ήταν το πιο φυσικό προϊόν του εδάφους. […]
Η γυναίκα του προξένου, η κ. Γκασπάρι, κι εγώ μπήκαμε στον προθάλαμο του λουτρού, όπου οι γυναίκες ντύνονται και ξεντύνονται, προβάροντας τα ρούχα πάνω σε σανίδες, όπως οι ράφτες. Ήταν πάνω από πενήντα. Μερικές λούζονταν, άλλες έβαφαν ή έπλεκαν τα μαλλιά τους. Κάποιες τελείωναν την τουαλέτα τους περνώντας με μια λεπτή χρυσή βελόνα τη μαύρη μπογιά στα βλέφαρά τους. Με δυο λόγια είδα εδώ την τουρκική και την ελληνική φύση, από τελείως ντυμένη ως ολότελα γυμνή, στην πρωτόγονη μορφή της – γιατί οι γυναίκες που βρίσκονταν στο μέσα δωμάτιο ήταν όλες σαν την Εύα, και βγαίνοντας έξω, η σάρκα τους έμοιαζε βρασμένη.
Αυτά τα λουτρά είναι η καλύτερη διασκέδαση των γυναικών, μένουν συνήθως πέντε ώρες εκεί μέσα, δηλαδή και στο νερό και στην περιποίηση συνολικά – αλλά νομίζω πως δεν έχω ξαναδεί ούτε τόσες πολλές χοντρές γυναίκες μαζεμένες, ούτε και τόσο χοντρές σαν κι αυτές. […] Στάθηκα λίγη ώρα στην είσοδο, ανάμεσα στο δωμάτιο που ντύνονταν και στο λουτρό που ήταν κυκλικό με γωνιές για να χώνονται οι λουόμενες. Ήταν ένα πολύ ωραίο δωμάτιο με πέτρινο θόλο και το φως έμπαινε από μικρά παράθυρα στην κορυφή.
Έξι μέρες στην Αθήνα με τα μάτια του Ξένου
Hμέρα έκτη: Ο Henry Miller στα όρια της τρέλας (1939)
Αυτό που ήταν υπέροχο στην Αθήνα ήταν το πόσο Ελληνική ήταν – ο ουρανός, τα σπίτια, το χρώμα των σπιτιών, οι σκονισμένοι δρόμοι, η γύμνια του τοπίου, οι ήχοι που έβγαιναν από τα νοικοκυριά, όλα είχαν κάτι το άμωμο. Κάπου λίγο παραπέρα από την Ομόνοια, σε μια μίζερη γειτονία με δρόμους ονοματισμένους από τους φιλοσόφους, σκόνταψα σε μια σιωπή τόσο έντονη και συνάμα βελούδινη, που έμοιαζε λες και η ατμόσφαιρα ήταν γεμάτη από θρυμματισμένα αστέρια που το φως τους έβγαζε έναν άηχο θόρυβο.
Η νέα πόλη της Αθήνας καλύπτει σχεδόν ολόκληρη την κοιλάδα και σκαρφαλώνει στις πλαγιές των γειτονικών λόφων. Για μια χώρα μόλις επτά εκατομμυρίων κατοίκων είναι κάτι σαν φαινόμενο η Αθήνα. Είναι ακόμα στα σπάργανα: αδέξια, μπερδεμένη, γεμάτη ανασφάλειες, έχοντας όλες τις παιδικές ασθένειες μα και κάτι από την μελαγχολία και την ερημιά της εφηβείας. Έχει ωστόσο επιλέξει ένα εξαιρετικό τοπίο στο οποίο κείτεται: στο φως του ήλιου λάμπει σαν πολύτιμο πετράδι, τη νύχτα λαμπυρίζει με ένα εκατομμύριο μικρά φωτάκια που μοιάζουν να αναβοσβήνουν με αστραπιαία ταχύτητα.
Είναι μια πόλη εκπληκτικών ατμοσφαιρικών φαινομένων. Δεν έχει θεμέλια που να πατάνε στη γη, επιπλέει σε ένα φως που ολοένα αλλάζει και πάλλεται σε έναν ακανόνιστο ρυθμό. Στην Ιερά Οδό, καθοδόν για το Δαφνί και τη θάλασσα, άγγιξα πολλές φορές τα όρια της τρέλας. Δεν υπερβάλλω, υπήρξαν που φορές που άρχισα την τρεχάλα στους τριγύρω λόφους, κι όταν σταματούσα, στα μισά του δρόμου, ήμουν κυριευμένος από τρόμο, αναρωτώμενος τι μπορεί να ήταν αυτό που είχε καταλάβει την ψυχή μου.
Επιμέλεια – Μεταφράσεις : Γιώργος Θάνος – Χρήστος Σιορίκης, Άνοιξη 2019
[Κείμενο: Λαίδη Ελίζαμπεθ Κρέιβεν (1750-1828) «Από την Ακρόπολη στο χαμάμ» – από την έκδοση «Στη χώρα του φεγγαριού: Βρετανίδες περιηγήτριες στην Ελλάδα (1718-1932)», Εκδόσεις Εστία Εικόνα Αθήνας: Edward Dodwell]
[Κείμενο: από την έκδοση Κ. Καβάφης, «Πρώτο Ταξίδι στην Ελλάδα, εκδόσεις Ροές, Αθήνα 1998 // Φωτογραφία Αθήνας: Αγνώστου, 1901, ανακτήθηκε από loc.gov, Φωτογραφία Κ.Π.Καβάφη από το αρχείο Καβάφη – Ίδρυμα Ωνάση]
[Κείμενο: από το βιβλίο του Mark Twain «The Innocents Abroad», 1869, ανακτήθηκε από gutenberg.org // Φωτογραφία: William James Stillman, 1869, ανακτήθηκε από moma.org]
[Κείμενο: Βιρτζίνια Γουλφ, «Το πρώτο ελληνικό ταξίδι» (1906) – από την έκδοση «Στη χώρα του φεγγαριού: Βρετανίδες περιηγήτριες στην Ελλάδα (1718-1932)», Εκδόσεις Εστία.
Φωτογραφία Αθήνας: Οδός Σταδίου, Γαλλική Carte Postale των αρχών του 20ου αιώνα.][Κείμενο: Hans Christian Andersen, A Poet’s Bazaar, 1841, ανακτήθηκε από archive.org // Φωτογραφία Αθήνας: Σκίτσο του August Ferdinand Stademann, 1841, ανακτήθηκε από el.travelogues.gr]