«Αχ, ρε μάνα!»: Ένα κείμενο που προβληματίζει και συγκινεί
Είναι λάθος τελικά αυτό που λένε ότι τα παιδιά χρειάζονται τους γονείς τους όταν είναι μικρά.
Όταν μεγαλώνουν, τους χρειάζονται περισσότερο.
Ίσως γιατί το ηλικιακό χάσμα δείχνει μικρότερο, ίσως γιατί η αίσθηση ότι μεγαλώνουμε ησυχάζει μέσα μας, με την ύπαρξη κάποιου δικού μας ανθρώπου μεγαλύτερου από μας.
Πέρασαν τέσσερα χρόνια και όμως κάποιες στιγμές είναι σαν να έφυγες μόλις χθες.
Ακόμα θυμάμαι τα πακέτα με τα τσιγάρα που πέρναγαν μέσα απ΄τα δάχτυλά μου, για να μπορέσω να τα απασχολήσω. Ακόμα θυμάμαι που μουρμούριζα όλη εκείνη την ημέρα μέχρι να φτάσει τα βράδυ και να πέσω σχεδόν λιπόθυμη για ύπνο από την κούραση και την ένταση των δευτερολέπτων που δεν έλεγαν να περάσουν και να φύγουν.
Η ειρωνεία του χρόνου που μπορεί να μεταλλάσσεται από το αργά στο γρήγορα και εκείνες τις στιγμές πέρναγε μόνο πολύ αργά. Σου μιλάω ακόμα σε άσχετες στιγμές, ακόμα και περπατώντας στο δρόμο, μοιάζοντας με εκείνες τις «πειραγμένες» που μονολογούν κάνοντας διάλογο.
Η αλήθεια είναι ότι δεν ξέρω αν με ακούς. Θα το ήθελα πολύ όμως.
Δεν ξέρω αν με βλέπεις, αν με νιώθεις, αν με αισθάνεσαι, όμως εγώ τα κάνω και τα τρία. Μάλλον η ανάγκη με σπρώχνει. Μάλλον αυτογιατρεύομαι από την έλλειψη σου, θεωρώντας ότι ακόμα είσαι κάπου εδώ γύρω.
Ακόμα φωνάζω «αχ ρε μάνα», όπως τότε.
Όπως πάντοτε. Ίσως γιατί αυτό το «αχ» μου δίνει το δικαίωμα να λέω ακόμα τη λέξη που δεν μου αναλογεί πια.
Παρηγορούμαι όταν την ακούω απ΄ το παιδί μου, αισθάνομαι και εγώ όπως αισθανόσουν εσύ -εκεί συναντιόμαστε μάνα- αλλά δεν είναι το ίδιο. Μου λείπεις μάνα.
Ξέρω ότι κάθε άσπρη τρίχα που φυτρώνει στο κεφάλι μου με φέρνει ακόμα πιο κοντά σου, αλλά δεν είναι παρηγοριά αυτό, να ξέρεις. Αντιγράφω πλέον λέξεις σου, κινήσεις σου, αντιδράσεις σου, χωρίς να το καταλαβαίνω, χωρίς να το πολυσκέφτομαι.
Φοράω το αγαπημένο σου πουκάμισο. Ξέρεις ποιο.
Εκείνο που ήταν δικό μου, το βαρέθηκα, το έδωσα σε σένα που σου άρεσε, εσύ δεν υπάρχεις πια να το φορέσεις, και ξαναγύρισε σε μένα. Για κάποιο λόγο η μυρωδιά σου το έχει διαπεράσει. Απορρυπαντικά και μαλακτικά δεν μπορούν να τη βγάλουν. Ακόμα και τα κουμπιά του την ώρα που το κλείνω, με τα δικά σου αποτυπώματα κουμπώνονται.
Στο σπίτι σου δεν μπορώ να κάτσω. Μπαίνω, κάνω δουλειά και βγαίνω γρήγορα.
Ούτε σπανακόπιτα τόλμησα να φτιάξω. Ούτε κουλουράκια σμυρναίικα. Ούτε μελιτζάνες παπουτσάκια. Ούτε σηκώνομαι να χορέψω μπάλο, γιατί εσύ τον χόρευες όπως καμία άλλη.
Και εκείνο το κραγιόν σου, το Μax factor No 74, δεν μου πάει ρε μάνα. Απλά σου χρεώνω που σε χρειάζομαι όσο ποτέ κι εσύ δεν είσαι πουθενά. Έχω ανάγκη να σε χρεώσω κάτι και ελπίζω να το καταλαβαίνεις.
Ψέματα, τίποτα δεν μπορώ να σε χρεώσω.
Θα ήθελα να ήσουν εδώ μάνα. Ας ήσουν εδώ, κι εγώ δεν θα σε χρειαζόμουν ποτέ. Είναι υπόσχεση, μάνα!
via Της Δήμητρας Καφρομάνη