Ένα δεντρί μονάχο του, σε πάρκο ανθισμένο
σαν προσωπάκι Άνοιξης ξεπρόβαλλε δειλό
οι αυλικοί ελάχιστοι κι ο θαυμασμός «εν πλώ»
αναπηδούν οι μνήμες τους, σε χρόνο τελεσμένο
Κόρη εσύ Πυθώνια με ξόδια του Διονύσου
Της Φύσης η ανάσταση, ύμνος του ουρανού
ξεσπάθωσαν τα χρώματα, απέθαντα παντού
κι ο νόστος ανεκλάλητο, πουλί του παραδείσου…
Πνεύμα τρανού Κιθαρωδού, θυμίζει Αρμονία
άνθος του Έαρος, μεθάς μια Δωρική αρχή
σε μιάς νεάτης* εποχής του Νού η συγχορδία
με μιας υπάτης* μουσικής συμπαντική η πορεία
Αρχή και Τέλος μυστικά, θάλλεις μ’ απαντοχή
Με του Άνεμου το φύσημα τραγούδι σε αιθρία
«…..Μίξας χειμώνος θέρεός τ’ ίσον αμφοτέροισιν,
εις υπάτας χειμώνα, θέρος νεάταις διακρίνας,
Δώριον εις έαρος πολυηράτου ώριον άνθος….»
(απόσπασμα του Ορφικού ύμνου…)
**Ηώς** (Φωτεινή.Α.Κ)