Η Ιερά Μονή Κύκκου βρίσκεται στο δυτικό τμήμα της οροσειράς του Τροόδους, 18 μόλις χιλιόμετρα από
την πιο ψηλή βουνοκορφή της Κύπρου, τον Όλυμπο. Είναι κτισμένη σε υψόμετρο 1200 περίπου μέτρων, ανάμεσα σε πλούσια βλάστηση θάμνων και δένδρων, και συγκεντρώνει όλες τις απαραίτητες προϋποθέσεις για την
απρόσκοπτη αφιέρωση των μοναχών στην προσευχή και την άσκηση. Η αδελφότητα όμως της Μονής, που χρονολογεί 900 χρόνια συνεχούς ζωής, δεν περιορίστηκε στα θρησκευτικά της μόνον καθήκοντα.
Με τις δραστηριότητές της τη μετέτρεψε σε ένα από τα σημαντικότερα πνευματικά κέντρα της Κύπρου. Ανέπτυξε πλούσια εθνική δράση και παρουσίασε μεγάλη κοινωνική προσφορά, που είναι σε όλους γνωστή. Όλα αυτά συνέβαλαν σε μεγάλο βαθμό στη διατήρηση της ιστορικής μνήμης και της ορθόδοξης συνείδησης των Κυπρίων, οι οποίοι έζησαν πολλές ιστορικές περιπέτειες και σε αρκετές περιπτώσεις κινδύνευσαν με αφανισμό από τις πολύχρονες δουλείες και τους ξένους κατακτητές, χριστιανούς και αλλόθρησκους.
Η Ιερά Μονή Κύκκου πάντοτε έπαιζε πρωταγωνιστικό ρόλο στα ιστορικά δρώμενα του τόπου και ακολουθούσε τη μοίρα του λαού, τον οποίο προσπαθούσε να εμψυχώσει, να καθοδηγήσει και να προστατεύσει στις δύσκολές του στιγμές. Γι’ αυτό δεν είναι καθόλου τυχαίο το γεγονός ότι η Ιερά Μονή Κύκκου ριζώθηκε βαθιά στην ψυχή του και κέρδισε τη φήμη της ενδοξότερης Μονής της Κύπρου.
Η ονομασία
Το πλήρες όνομα της Μονής είναι «Ιερά Βασιλική και Σταυροπηγιακή Μονή της Παναγίας του Κύκκου». Βασιλική ονομάζεται γιατί ιδρύθηκε με προσωπική οικονομική συμβολή του βυζαντινού αυτοκράτορα Αλεξίου Κομνηνού (1081-1118) και Σταυροπηγιακή γιατί στον θεμέλιό της λίθο τοποθετήθηκε σταυρός, γεγονός που στη γλώσσα της διοίκησης της Εκκλησίας σημαίνει ότι το μοναστήρι αυτοδιοικείται, μέσα στα πλαίσια βεβαίως του συνόλου της Εκκλησίας της Κύπρου. Άγνωστη είναι η προέλευση του ονόματος Κύκκος. Σύμφωνα με την επικρατέστερη άποψη, οφείλεται σε ένα αυτοφυόμενο θάμνο της περιοχής, που ονομάζεται και κόκκος.
Η παράδοση συνδέει την ονομασία αυτή με το λάλημα ενός πουλιού, που κατά τα βυζαντινά χρόνια τριγυρνούσε στα γύρω βουνά και προανάγγελλε την ίδρυση του μοναστηριού με τους στίχους:
Κύκκου – Κύκκου το βουνί
μοναστήρι θα γενεί
μια χρυσή Κυρά θα μπει
και ποτέ της δεν θα βγει.
Όπως και πράγματι έγινε, αφού στο μοναστήρι, που κτίστηκε στα βουνά του Κύκκου, φυλάσσεται από τα τέλη του 11ου αι. η θαυματουργός Εικόνα της Παναγίας της Κυκκώτισσας.
Ίδρυση:
Όπως ιστορεί η παράδοση, γύρω στα 1100 μ.Χ. ο Βυζαντινός διοικητής της Κύπρου άρχοντας Μανουήλ Βουτομίτης πήγε για κυνήγι, αλλά χάθηκε στα δάση του Τροόδους, που τότε ήταν πολύ πυκνά και γεμάτα με αγρινά και άλλα σπάνια ζώα και πουλιά. Αφού περιπλανήθηκε για αρκετό χρονικό διάστημα, συνάντησε έναν γέρο ερημίτη, τον Ησαΐα, προς τον οποίο συμπεριφέρθηκε πολύ άσχημα, διότι ο ασκητής, που απέφευγε οτιδήποτε κοσμικό, δεν προθυμοποιήθηκε να τον υπηρετήσει και ούτε αποκρίθηκε στις ερωτήσεις του.
Στη συνέχεια ο Βουτομίτης βρήκε τον δρόμο του και επέστρεψε στη Λευκωσία, όπου όμως έπεσε βαριά άρρωστος. Απέδωσε την ασθένειά του στον τρόπο, που συμπεριφέρθηκε στον Ησαΐα, και έστειλε αμέσως τους υπηρέτες του να τον βρουν. Όταν τον οδήγησαν μπροστά του, ο Βουτομίτης ταπεινά ζήτησε συγγνώμη από τον γέροντα μοναχό. Τότε αυτός, αντί άλλης απάντησης, προσευχήθηκε για τη θεραπεία του άρχοντα.
Γρήγορα ο Βουτομίτης έγινε καλά και υποσχέθηκε στον Ησαΐα πως θα του έδινε ό,τι του ζητούσε. Ο άγιος εκείνος άνθρωπος δεν ήθελε ούτε χρήματα ούτε αξιώματα. Ακολουθώντας τη θεία προσταγή, παρακάλεσε τον Βουτομίτη να του φέρει από την Κωνσταντινού-πολη την Εικόνα της Θεοτόκου, μία από τις τρεις δημιουργίες του Ευαγγελιστή Λουκά. Ο Βυζαντινός διοικητής δίσταζε, διότι φοβόταν πως ήταν αδύνατο να πείσει τον αυτοκράτορα του Βυζαντίου Αλέξιο Κομνηνό να παραχωρήσει το Άγιο Εικόνισμα που φυλασσόταν στο παλάτι. Παρ’ όλα αυτά πήρε μαζί του τον Ησαΐα και ταξίδεψαν ως τη βασιλίδα των πόλεων. Εκεί βρήκαν τον βασιλιά σε μεγάλη θλίψη, αφού η μονάκριβή του κόρη ήταν βαριά άρρωστη με την ίδια ασθένεια, η οποία είχε προσβάλει και τον Βουτομίτη. Τότε ακριβώς παρουσιάστηκαν ενώπιόν του. Ο Ησαΐας προσευχήθηκε στον Θεό με όλη τη δύναμη της ψυχής του, και η κόρη θεραπεύτηκε εντελώς. Εξήγησαν κατόπιν στον αυτοκράτορα πως ήταν θέλημα Θεού να μεταφέρουν στα βουνά του Τροόδους την Αγία Εικόνα. Για τον Αλέξιο Κομνηνό δεν ήταν εύκολο να αποχωριστεί το πολύτιμο κειμήλιο. Μόνον όταν κτυπήθηκε και ο ίδιος από την αρρώστεια, η οποία έπληξε προηγουμένως τη θυγατέρα του και τον Βουτομίτη, αντιλήφθηκε πως ήταν θεϊκή προσταγή να δώσει την Εικόνα. Χορήγησε και τα απαιτούμενα χρήματα για την ανέγερση του μοναστηριού, στο οποίο θα Την τοποθετούσαν.
Στη συνέχεια ο Ησαΐας με μεγάλη χαρά μετέφερε την Εικόνα στην Κύπρο, όπου ο λαός τον υποδέχθηκε με ιδιαίτερη συγκίνηση και ευλάβεια και πορεύτηκε μαζί του από τα παράλια ως τα βουνά του Τροόδους. Στο πέρασμά τους τα δένδρα υποκλίνονταν, συμμετέχοντας στις εκδηλώσεις υποδοχής, τα δε κογχύλια με θαυμαστό τρόπο έβγαιναν από τη θάλασσα και τους συνόδευαν. Ακόμη και σήμερα στις δασώδεις περιοχές της Τηλλυρίας μπορεί κάποιος να συναντήσει τα σκυμμένα πεύκα και τα θαλασσινά κογχύλια, μοναδικούς μάρτυρες της συμμετοχής της φύσης στην υποδοχή, που επεφύλαξε η Κύπρος στην Εικόνα της Θεοτόκου. Ταυτοχρόνως έφθασε στο νησί και ο Βουτομίτης, που παρέδωσε στον Ησαΐα τα αυτοκρατορικά χρυσόβουλλα, τα οποία ανακήρυσσαν τη Μονή σε Σταυροπήγιο, και όριζαν για τη συντήρησή της τα εισοδήματα από τα χωριά Περιστερώνα, Μήλον και Μυλικούρι.
Η παλαιότερη ιστορική μαρτυρία για τον Κύκκο απαντάται σε έγγραφο του 1136 και σχετίζεται με την αγορά μίας βίβλου από τον τότε ηγούμενο Δανιήλ. Οι υπόλοιπες πληροφορίες για τα πρώτα χρόνια της ζωής της Μονής και για όλη τη βυζαντινή περίοδο προέρχονται από αναφορές σε κείμενα μεταγενέστερων χρόνων. Αν και έμμεσες, οι μαρτυρίες αυτές, μας πείθουν για την αξιόλογη επίδρασή της στην τότε πνευματική ζωή του τόπου. Χαρακτηριστική ένδειξη είναι η αγιογράφηση εικόνων με πρότυπο την Παναγία του Κύκκου. Τέτοιες εικόνες σώζονται σήμερα στο Σινά και την Κάτω Ιταλία.
Κατά τη διάρκεια της λατινοκρατίας ο λαός συνέχισε να τρέφει μεγάλη αγάπη προς την Παναγία του Κύκκου. Ακόμη και σε βενετικά έγγραφα αποκαλείται «Αγία Μαρία της Βροχής», γεγονός που υποδηλώνει τη μεγάλη Της αίγλη και στους ετερόδοξους κατακτητές. Η Ιερά Μονή Κύκκου είχε αποκτήσει τόση φήμη και κύρος, ώστε, μετά την πυρκαγιά του 1365, προθυμοποιήθηκε να την ανοικοδομήσει αυτός ο ίδιος ο καθολικός βασιλιάς Πέτρος (1359-1369), για να ευχαριστήσει τους υπηκόους του. Τελικά τις δαπάνες ανέλαβε η σύζυγος του, Ελεονώρα, μετά από επίμονη απαίτησή της. Στην περίοδο της λατινοκρατίας η Μονή συντηρούσε και διαιώνιζε την παράδοση, την ελληνική γλώσσα και την ιστορική μνήμη, κυρίως μέσα από εκκλησιαστικά κείμενα. Στη Μονή λειτουργούσε και εργαστήριο αντιγραφής και διακόσμησης χειρογράφων, που συνέχιζε τη βυζαντινή κληρονομιά. Ένα χειρόγραφο Ψαλτήρι, που σήμερα φυλάσσεται στην Πατριαρχική Βιβλιοθήκη των Ιεροσολύμων, είναι ένα από τα πειστικότερα τεκμήρια των πνευματικών δραστηριοτήτων και επιτευγμάτων της. Παρόλον που πολλά κειμήλια της εποχής χάθηκαν, λόγω ιστορικών και άλλων συγκυριών, η πνευματική της επίδραση διακρίνεται μέσα από εικόνες τύπου Κυκκώτισσας, οι οποίες αγιογραφήθηκαν μεταξύ του 13ου και του 15ου αι. και οι οποίες διασώζονται τόσο στην Κύπρο όσο και αλλού, όπως είναι οι εικόνες του ναού της Παναγίας της Κιβωτού (13ος αι.) που βρίσκεται στην κοινότητα Αγίου Θεοδώρου του Αγρού, του ναού της Αγίας Μαρίνας (15ος αι.) του χωριού Καλοπαναγιώτης που φυλάσσεται στο Βυζαντινό Μουσείο του Ιδρύματος Αρχιεπισκόπου Μακαρίου του Γ’ και του ναού της Παναγίας της Δεξιάς (15ος αι.) στη Θεσσαλονίκη.
Τουρκοκρατία (1571-1878)
Η ζοφερή περίοδος της τουρκοκρατίας έθεσε σε μεγάλη δοκιμασία τον ελληνισμό της Κύπρου. Ο αλλόθρησκος κατακτητής έφερνε μαζί του ένα εντελώς ξένο για τον κυπριακό λαό πολιτισμό, καθώς και μία διαφορετική θρησκεία, στην επιβολή της οποίας αποσκοπούσε.
Για να επιτύχει τους σκοπούς του εγκατέστησε στην Κύπρο πολυάριθμες στρατιωτικές δυνάμεις και δημιούργησε μουσουλμανικές κοινότητες. Με ιδεολογικό υπόβαθρο το ισλάμ, η οθωμανική αυτοκρατορία πίστευε πως αντλούσε το δικαίωμα για την άγρια εκμετάλλευση των υποδούλων, οι οποίοι βρίσκονταν σε κατάσταση πνευματικής εξαθλίωσης και κάτω από τον συνεχή κίνδυνο της βιολογικής εξαφάνισης.
Μέσα στις νέες συνθήκες μοναδική οργανωμένη δύναμη και ελπίδα του λαού απέμενε η Εκκλησία, η οποία τον προστάτευε, τον ενδυνάμωνε και τον καθοδηγούσε. Στον αγώνα αυτό τεράστια υπήρξε η συμβολή της Ιεράς Μονής Κύκκου. Κατά την περίοδο της τουρκοκρατίας, όταν η θρησκευτική πίστη ισοδυναμούσε με την εθνική ταυτότητα, η Μονή προφύλασσε τη θρησκευτική συνείδηση, η οποία ήταν ο κυματοθραύστης των εξισλαμισμών που, σε τελευταία ανάλυση, οδηγούσαν στον εκτουρκισμό. Χιλιάδες προσκυνητές, αψηφώντας τις οδικές δυσκολίες και τους συνεπαγόμενους κινδύνους, ταξίδευαν ημέρες και εβδομάδες για να φθάσουν στον προορισμό τους, να προσευχηθούν, να ζητήσουν βοήθεια από την Αγία Εικόνα και να αντλήσουν συνάμα θάρρος και αντοχή, για να αντέξουν τα δεινά της σκλαβιάς.
Ασυλο όμως των χριστιανών ήταν και τα διάσπαρτα σε όλη την Κύπρο Μετόχια της Μονής, τα κυριότερα από τα οποία ήταν αυτά του Αρχαγγέλου στη Λακατάμεια, του Αγίου Προκοπίου στην Έγκωμη, του Ξηροποτάμου στην Πεντάγεια, της Αγίας Μονής και του Σίντη στην Πάφο.
Η συνεισφορά της Ιεράς Μονής Κύκκου δεν περιορίστηκε μόνο στον παραπάνω ρόλο. Στο περιβάλλον της καλλιεργήθηκαν η τέχνη, η αγιογραφία, η ξυλογλυπτική και τα γράμματα. Μάρτυρες οι κώδικες, τα μουσικά χειρόγραφα, τα διάφορα κειμήλια και τα έγγραφα, που σώζονται στη Μονή, στην υπόλοιπη Κύπρο, σε ιδιώτες ή σε μουσεία, σε βιβλιοθήκες και αρχεία πολλών χωρών. Μάρτυρας το ελληνικό σχολείο – έστω υποτυπώδες με τα σημερινά πρότυπα – που λειτουργούσε στη Μονή από τον 18ο αι. Στο σχολείο αυτό, στο οποίο δίδαξε και ο δάσκαλος του γένους Εφραίμ ο Αθηναίος, μαθητές ήταν οι δόκιμοι της Μονής, καθώς και άλλοι νέοι, οι οποίοι μετά την αποφοίτησή τους επέστρεφαν στους τόπους καταγωγής τους. Εκεί, είτε ως ιερείς, είτε ως δάσκαλοι, διέδιδαν τις γνώσεις που είχαν αποκτήσει. Το σχολείο του Κύκκου αργότερα εξελίχθηκε σε τριτάξιο ελληνικό γυμνάσιο. Πολλοί μαθητές του συνέχισαν τις σπουδές τους στις Θεολογικές σχολές των Αθηνών, της Χάλκης και του Τιμίου Σταυρού των Ιεροσολύμων. Το πνευματικό τους έργο είναι άλλη μία προσφορά της Μονής.
Από την ανεξαρτησία (1960) έως σήμερα
Οι σκληροί απελευθερωτικοί αγώνες του κυπριακού λαού κατέληξαν στην ίδρυση ανεξάρτητου κράτους, την Κυπριακή Δημοκρατία (1960), η οποία έμελλε να γνωρίσει μεγάλες περιπέτειες. Οι τραγικότερες συνέπειες κατά την περίοδο αυτή προκλήθηκαν από την τουρκική εισβολή το 1974, την κατοχή του 40% του κυπριακού εδάφους, τον ξεριζωμό του 1/3 του πληθυσμού και την ύπαρξη 1619 αγνοουμένων.
Στα χρόνια της ανεξαρτησίας η Εκκλησία εξακολούθησε να διαδραματίζει τον ίδιο πρωταγωνιστικό ρόλο στα πολιτικοκοινωνικά δρώμενα του τόπου. Η Μονή Κύκκου δεν διέκοψε την παράδοση. Πρωτοστάτησε στους αγώνες για εθνική δικαίωση, δημοκρατία και πνευματική πρόοδο. Ανέπτυξε ένα πολύπλευρο έργο, που και πάλιν κάλυψε πολλές πτυχές από τις κοινωνικές ανάγκες του λαού. Διέθεσε αρχικώς ένα σημαντικό μέρος των πόρων της για την ίδρυση σχολείων, όπως είναι τα περίφημα πρώην γυμνάσια αρρένων Κύκκου (1961) και θηλέων Κύκκου (1964), σήμερα Λύκειο Α’ και Λύκειο Β’ Κύκκου. Για τη συνολική της πνευματική προσφορά, μάλιστα, η Ιερά Μονή Κύκκου το 1971 βραβεύτηκε από την Ακαδημία Αθηνών.
Σημαντική ήταν και η βοήθεια που η Μονή πρόσφερε στους κυνηγημένους από τα τουρκικά στρατεύματα, που το 1974 αναζήτησαν προστασία στα βουνά του Κύκκου. Ανοιξε τις πόρτες και δέχθηκε χιλιάδες πρόσφυγες, παρέχοντάς τους φιλοξενία, παρηγοριά και δύναμη. Ταυτοχρόνως εισέφερε μεγάλα χρηματικά ποσά στα ανάλογα ταμεία του κράτους για την οικονομική ενίσχυση και την ανακούφιση των προσφύγων, τακτοποίησε σε δικούς της χώρους εκτοπισμένα εκπαιδευτήρια ή πνευματικά κέντρα, όπως το Γεωργικό Γυμνάσιο Μόρφου, που για αρκετά χρόνια μετά την εισβολή στεγαζόταν στον χώρο της Ιερατικής Σχολής. Η Μονή έγινε οικονομικός επίκουρος της αμυντικής θωράκισης και χρηματικός αρωγός της προσπάθειας για την καλυτέρευση των συνθηκών ζωής των στρατευμένων και αφιέρωσε γη για τη δημιουργία στρατοπέδων της Εθνικής Φρουράς.
Η αδελφότητα της Ιεράς Μονής Κύκκου σήμερα αποτελείται από 20 μοναχούς και 2 δόκιμους. Ηγούμενος από τον Ιανουάριο του 1984 είναι ο Επίσκοπος Κύκκου Νικηφόρος, ο οποίος πρωτοπορεί στον αγώνα της αδελφότητας, ώστε η Μονή να εξακολουθήσει να υπηρετεί πιστά τις αξίες και τα ιδανικά του ελληνισμού και να παραμείνει κέντρο διαφύλαξης της ορθόδοξης κληρονομιάς του τόπου.
Στις ημέρες μας, εκτός από το πολυδιάστατο εθνικό και κοινωνικό της έργο, η Μονή εστίασε τις δραστηριότητές της στην ενίσχυση των πνευματικών αξιών του λαού με παράλληλη αναζωπύρωση της ιστορικής και πολιτιστικής του μνήμης. Χάρισε μεγάλες εκτάσεις γης για το κτίσιμο σχολείων, όπως τις περιοχές που στεγάζονται τα Δημοτικά της Μακεδονίτισσας και του Παρισινού, δώρησε γη στους δήμους για τη δημιουργία πολιτιστικών κέντρων.
Kατασκεύασε εργαστήρια με όλο τον εξοπλισμό τους και τα πρόσφερε σε όσους είχαν ανάγκες, όπως αυτό της ειδικής σχολής για δυσπροσάρμοστα παιδιά, επιχορήγησε ή ανέλαβε τις δαπάνες για την ανέγερση επιπρόσθετων κτιριακών εγκαταστάσεων στα σχολεία, όπως τη μεγάλη Αίθουσα Τελετών στο Λύκειο Κύκκου στην Πάφο, δημιούργησε κέντρα ηλεκτρονικών υπολογιστών σε διάφορα εκπαιδευτήρια, όπως στο Παιδαγωγικό Ινστιτούτο, το Λύκειο Κύκκου Α’, και πολλά άλλα.
Το μοναστηριακό συγκρότημα
Το μοναστηριακό συγκρότημα αποτελείται από πολλά ετερόκλητα αρχιτεκτονικά στοιχεία, αφού διαμορφώθηκε χωρίς ενιαίο σχέδιο, ανάλογα με τις εκάστοτε ανάγκες και συνθήκες, καθώς και τις οικονομικές δυνατότητες. Τα κτίσματά του ανάγονται σε διαφορετικές εποχές. Κέντρο του συγκροτήματος είναι ο ναός και γύρω από αυτόν είναι κτισμένα τα διάφορα τμήματα, που το αποτελούν, όπως το ηγουμενείο, το συνοδικό, τα κελιά των μοναχών, η βιβλιοθήκη, το μουσείο, οι αίθουσες υποδοχής, το εφορείο και πολλά άλλα. Στο μέσον υπάρχει μεγάλη πλακόστρωτη αυλή με πηγάδι.
Σήμερα οι μοναστηριακοί χώροι στην πλειονότητά τους έχουν ανακαινισθεί και διακοσμηθεί με διάφορες εκκλησιαστικές παραστάσεις. Οι περισσότερες από αυτές είναι κατασκευασμένες με ψηφιδωτά, τα οποία κοσμούν την είσοδο και τους τοίχους της εσωτερικής αυλής και των διαδρόμων με τέτοιο τρόπο, ώστε να ενσωματώνονται αρμονικά στην αρχιτεκτονική ιδιαιτερότητα του χώρου.
Η Ιερά Μονή Κύκκου πανηγυρίζει τις μεγάλες Θεομητορικές εορτές και ειδικά στις 8 Σεπτεμβρίου, όταν η Ορθόδοξη Εκκλησία γιορτάζει τη Γέννηση της Θεοτόκου. Την ημερομηνία αυτή χιλιάδες προσκυνητές προσέρχονται στην ιστορική Μονή και συμμετέχουν στον μεγάλο εορτασμό. Οι περισσότεροι φιλοξενούνται στους νέους ξενώνες, που μαζί με μερικά άλλα κτίρια έχουν ανεγερθεί τα τελευταία χρόνια κοντά στο μοναστηριακό συγκρότημα, ώστε να κάνουν πιο άνετη τη διαμονή των προσκυνητών, αλλά και όλων των επισκεπτών, οι οποίοι κατά χιλιάδες ανηφορίζουν προς τη Μονή κατά τη διάρκεια ολόκληρου του χρόνου.
Στη γύρω περιοχή βρίσκονται επίσης κτήματα της Μονής, όπως η Βασιλική με εκκλησία αφιερωμένη στον Άγιο Βασίλειο, το Παραδείσι με εκκλησία αφιερωμένη στον Απόστολο Ανδρέα και η Αμπελικιά με τον τριανταφυλλώνα, από τον οποίον παράγεται εύοσμο ροδόσταγμα.
Η Μονή
Η Μονή της Παναγίας του Κύκκου δεν φαίνεται να έχει κτιστεί βάση ενός συγκεκριμένου σχεδίου. Οικοδομήθηκε σε διάφορες φάσεις και σε σχήμα που επέτρεπε το φυσικό έδαφος.
Η σημερινή μορφή του μοναστηριού έχει ως ακολούθως: Οι πτέρυγες των κελιών περιβάλλουν 2 λιθόστρωτες αυλές σε δυο διαφορετικά επίπεδα με 2 εισόδους. Στο χαμηλότερο επίπεδο η αυλή ορίζεται στα βόρεια από το καθολικό, στα νότια από τη μεσαία πτέρυγα, στα ανατολικά, από τη διώροφη πτέρυγα με την ανατολική είσοδο της Μονής, την «Κάτω Καμάρα», και στα δυτικά από τη στέρνα, που μετατράπηκε σε μουσείο.
Στο ανώτερο επίπεδο, όπου βρίσκεται η κύρια είσοδος της Μονής, η αυλή ορίζεται στα βόρεια από τη μεσαία πτέρυγα και στα νότια, ανατολικά και δυτικά από τις αντίστοιχες πτέρυγες. Τοξοστοιχίες δημιουργούν στοές μπροστά από τις εσωτερικές όψεις των κτισμάτων γύρω απ’ την αυλή.
Στο ισόγειο η νότια πτέρυγα αποτελείται από κελιά, ενώ στον όροφο βρίσκεται η βιβλιοθήκη της Μονής. Η δυτική πτέρυγα στεγάζει τα κελιά, το Μέγα Συνοδικό και ένα μικρό παρεκκλήσι, τιμώμενο επ’ ονόματι του Αγίου Χαραλάμπους. Η μεσαία τετραώροφη πτέρυγα αποτελείται από κελιά και αποθηκευτικούς χώρους. Στο ανατολικό άκρο βρίσκονται η τράπεζα, τα μαγειρεία και άλλοι χώροι. Στην ανατολική πτέρυγα δίπλα από το καθολικό βρίσκονται στο ισόγειο κελιά και στον όροφο το ηγουμενείο με την ξυλόγλυπτη διακόσμηση.
Το μοναστήρι είναι κτισμένο από αργούς λίθους της περιοχής και τεμάχια κεραμιδιού. Η στέγαση των μοναστηριακών κτισμάτων γίνεται με λιθόκτιστες καμάρες, καλυμμένες με νεότερη δίρριχτη στέγη από οπλισμένο σκυρόδεμα κεραμίδι.
Το καθολικό της Μονής του Κύκκου χωρίζεται σε τρία κλίτη με τοξοστοιχίες. Το κεντρικό κλίτος στεγάζεται με κυλινδρική καμάρα, η οποία διακόπτεται με χαμηλότερα τόξα.
Ο Ναός
Ο ναός κτίστηκε ειδικά, για να φιλοξενήσει το Αγιο Εικόνισμα. Αρχικά ήταν ξύλινος, όπως και ολόκληρο το μοναστηριακό οικοδόμημα. Οι ξύλινες κατασκευές ευνοούσαν τις πυρκαγιές, που το 1365 και περί το 1541 προξένησαν μεγάλες ζημιές. Έτσι χάθηκαν κυρίως οι ωραιότατες τοιχογραφίες, με τις οποίες ήταν διακοσμημένος.
Μετά την πυρκαγιά του 1541 ανακαινίσθηκε εκ βάθρων και αντί ξύλου χρησιμοποιήθηκε πέτρα. Ωστόσο πυρκαγιές ξέσπασαν και αργότερα, το 1751 και το 1813. Προκάλεσαν ανθρώπινες απώλειες, κατέκαψαν το εσωτερικό του, τους κοιτώνες των μοναχών και τους ξενώνες, εξαφάνισαν πνευματικό μόχθο και έργα τέχνης αιώνων και μετέτρεψαν σε στάχτη σημαντικά χειρόγραφα και ιστορικά έγγραφα. Ο ναός ήταν μονόκλιτος, αλλά αργότερα μετατράπηκε σε τρίκλιτο.
Η σημερινή αρχιτεκτονική του μορφή είναι ρυθμού βασιλικής μετά τρούλου. Από τα τρία κλίτη, το μεσαίο είναι αφιερωμένο στην Παναγία, το δεξιό στους Αγίους Πάντες και το αριστερό στους Αρχαγγέλους Γαβριήλ και Μιχαήλ.
Το εικονοστάσιο, όπως μας ενημερώνει σχετική επιγραφή, κατασκευάστηκε το 1755, δηλαδή αμέσως μετά την πυρκαγιά του 1751. Τόσο αυτό, όσο και οι εικόνες, που βρίσκονται μέσα στον ναό, σώθηκαν κατά θαυμαστό τρόπο από την τελευταία πυρκαγιά του 1813. Η περίφημη Εικόνα της Παναγίας του Κύκκου βρίσκεται στο μέσον του εικονοστασίου, αριστερά της ωραίας Πύλης και τρίτη στη σειρά.
Οι περισσότερες εικόνες είναι βυζαντινής τεχνοτροπίας, ενώ υπάρχουν και κάποιες με εμφανή τα στοιχεία της δυτικής επίδρασης.
Στις τελευταίες περιλαμβάνονται και εκείνες που αγιογραφήθηκαν από τον Κρητικό ζωγράφο Ιωάννη Κορνάρο (1745-1812) στα τέλη του 18ου αιώνα.
Τον όλο εκκλησιαστικό διάκοσμο συμπληρώνουν μονοκάντηλα, μανουάλια, πολυέλαιοι εξαιρετικής ρωσικής τέχνης του 18ου και 19ου αι. και διάφορα άλλα ιερά σκεύη και αναθήματα.
Προέκταση του ναού είναι το κωδωνοστάσιο. Κτίστηκε το 1882, αφού για μεγάλο διάστημα κατά την τουρκοκρατία οι κατακτητές δεν επέτρεπαν τη χρήση καμπάνας. Έχει 6 καμπάνες και η μεγαλύτερη, που κατασκευάστηκε στη Ρωσία, ζυγίζει 1280 κιλά.
Βιβλιοθήκη
Η βιβλιοθήκη του Κέντρου Μελετών Ιεράς Μονής Κύκκου ιδρύθηκε το 1986 και είναι άμεσα συνδεδεμένη με το Κέντρο Μελετών, που ιδρύθηκε από τον Επίσκοπο Κύκκου Νικηφόρο το ίδιο έτος. Έκτοτε εμπλουτίζεται συνεχώς με νέα βιβλία και περιοδικά, ώστε να ανταποκρίνεται στο μεγάλο εύρος των ερευνητικών δραστηριοτήτων του Κέντρου.
Περιλαμβάνει 26.000 περίπου τόμους, που αφορούν στους τομείς της Ιστορίας, της Θεολογίας και της Τέχνης, καθώς και 350 τόμους ανατυπωμένων κυπριακών εφημερίδων, που ανάγονται στα τέλη του 19ου και στις αρχές του 20ού αιώνα.
Η βιβλιοθήκη λειτουργεί με όλα τα σύγχρονα δεδομένα και συνεργάζεται με μεγάλο αριθμό βιβλιοθηκών της Κύπρου και της Ελλάδας για την καλύτερη εξυπηρέτηση του αναγνωστικού της κοινού. Είναι αξιοσημείωτο ότι βρίσκεται σε εξέλιξη η διαδικασία μηχανογράφησης του συνόλου των βιβλίων που φυλάσσονται στη βιβλιοθήκη και ένα μεγάλο μέρος από αυτά έχει ήδη περαστεί στους ηλεκτρονικούς υπολογιστές με τη χρήση του προγράμματος ΑΒΕΚΤ του Εθνικού Κέντρου Τεκμηρίωσης της Ελλάδας.
Μέσω του Κέντρου αυτού, η βιβλιοθήκη του Κέντρου Μελετών είναι συνδεδεμένη με τον ενιαίο κατάλογο περιοδικών τριακοσίων βιβλιοθηκών, που βρίσκονται διάσπαρτες στον ελληνικό χώρο.
Η βιβλιοθήκη του Κέντρου Μελετών Ιεράς Μονής Κύκκου είναι άμεσα συνδεδεμένη με μία δεύτερη βιβλιοθήκη, που λειτουργεί στη Μονή Κύκκου και η οποία είναι εξίσου πλούσια. Διαθέτει περίπου 20.000 τόμους, 3.500 από τους οποίους είναι παλαίτυπα, όπως και σπάνιες σειρές περιοδικών της Κύπρου και του μείζονος Ελληνισμού, που επίσης μηχανογραφούνται με τη χρήση του προγράμματος ΑΒΕΚΤ.
Στην ίδια βιβλιοθήκη φυλάσσεται το Αρχείο της Ιεράς Μονής Κύκκου, το οποίο αποτελείται από 120 χειρόγραφα της βυζαντινής και μεταβυζαντινής περιόδου, καθώς και 2.500 λυτά έγγραφα – ελληνικά και οθωμανικά. Αρκετά από τα έγγραφα αυτά, όπως και ορισμένοι από τους κώδικες, έχουν εκδοθεί από το Κέντρο Μελετών, ενώ η έκδοση των υπολοίπων προγραμματίζεται για το άμεσο μέλλον.
Μουσείο
Το Μουσείο της Ιεράς Μονής Κύκκου ανταποκρίνεται σε όλες τις επιστημονικές προδιαγραφές και τα διεθνή πρότυπα και εγκαινιάστηκε τον Μάιο του 1998. Σ’ αυτό εκτίθενται εκκλησιαστικά είδη, παλαιοί χάρτες, γκραβούρες, αρχαία αντικείμενα και πολλά άλλα εκθέματα της πολιτιστικής παράδοσης του τόπου.
Τα περισσότερα από τα εκκλησιαστικά είδη, όπως άμφια, εικόνες, βιβλία και χειρόγραφα υπήρχαν στη Μονή, ενώ μερικά από τα υπόλοιπα συλήθηκαν κατά το παρελθόν από διάφορα μέρη της Κύπρου και διοχετεύτηκαν στο εξωτερικό, από όπου αγοράστηκαν σε πλειστηριασμούς και επαναπατρίστηκαν.
Τμήμα του Μουσείου είναι το Εργαστήριο Συντήρησης χειρογράφων, εικόνων και μοναστηριακών κειμηλίων, όπου γίνεται συντήρηση και διατήρηση της πλούσιας συλλογής, που διαθέτει η Μονή.
1. Αρχαία συλλογή
2. Πρωτοχριστιανικά, Βυζαντινά, Μεταβυζαντινά σκεύη, Αμφια, Κοσμήματα
3. Εικόνες, Τοιχογραφίες, Ξυλόγλυπτα
4. Χειρόγραφα, έγγραφα, βιβλία
5. Πωλητήριο
Ο εκθεσιακός χώρος, πέραν των επιστημονικών προδιαγραφών, από τις οποίες έπρεπε να διέπεται, ο Ηγούμενος της Μονής οραματιζόταν να είναι ένας χώρος πλούσια διακοσμημένος, ώστε να εκφράζει την αίγλη και αρχοντιά της Βυζαντινής αυτοκρατορίας.
Να αποδίδει τον όρο «Βασιλική», που εμπεριέχεται στον επίσημο τίτλο της Μονής και την συνδέει άμεσα με τα αυτοκρατορικά ανάκτορα της Κωνσταντινουπόλεως, χώρο από τον οποίο έλκει την ίδρυση και προικοδότησή της η Μονή, αφού ιδρυτής της θεωρείται ο Βυζαντινός αυτοκράτορας Αλέξιος Κομνηνός (1081-1118). Με αυτές τις προδιαγραφές το έργο ανατεθεί στο αρχιτεκτονικό γραφείο των Ι. και Α. Φιλίππου. Τα πατώματα των χώρων του Μουσείου καλύφθηκαν με γρανίτες διαφόρων χρωμάτων και μάρμαρα, ενώ οι οροφές επενδύθηκαν με ξύλο καρυδιάς, εμπλουτισμένο με ξυλόγλυπτες διακοσμήσεις και επιχρυσώσεις.
Επιμέρους μαρμαροθετήματα με εικονιστικά συμβολικά θέματα, λιθανάγλυφα και τοιχογραφίες επιτείνουν τη διακόσμηση. H όλη ατμόσφαιρα του εκθεσιακού χώρου, με πλούσια υλικά, τον αρμόζοντα φωτισμό, τη βυζαντινή μουσική υπόκρουση, καθώς και τα μοναδικά εξαιρετικά αντικείμενα, τα πλείστα των οποίων είναι κατασκευασμένα από πολύτιμα υλικά, χρυσό, άργυρο, σμάλτο, ελεφαντόδοντο, μετάξι, πορφύρα, μαργαριτάρια και άλλους λίθους, υποβάλλουν τον επισκέπτη, βοηθώντας τον να μεταφερθεί νοερά σε παλαιούς καιρούς και να αναπλάσει στη σκέψη του τη δόξα και το μεγαλείο του Ελληνισμού και της Ορθοδοξίας.
Οι εκθεσιακοί χώροι του Μουσείου βρίσκονται στα βορειοδυτικά του υφιστάμενου παλαιού συγκροτήματος της Μονής. Εισερχόμαστε στον χώρο του Μουσείου από είσοδο, η οποία βρίσκεται στη βόρεια πλευρά της πάνω μεγάλης εσωτερικής αυλής του μοναστηριού.
Από αψιδωτή είσοδο, η οποία κλείνει με τετράφυλλη μεγαλοπρεπή θύρα, ένα επίμηκες κλιμακοστάσιο ανεβάζει τον επισκέπτη στον χώρο υποδοχής του Μουσείου, όπου στο βάθος, σε ειδικά διαρρυθμισμένο χώρο, βρίσκεται το κατάστημα του Μουσείου, απ’ όπου ο επισκέπτης έχει την ευκαιρία να προμηθευτεί ποικίλα ενθύμια (βιβλία, διαφάνειες, κάρτες, αντίγραφα εκθεμάτων κ.ά.).
Πηγή: Ιερά Μονή Κύκκου