Παραδοσιακοί και θαυμαστοί θρύλοι,για την Άλωση της Κωνσταντινούπολης

«ΠΑΛΙ ΜΕ ΧΡΟΝΟΥΣ ΜΕ ΚΑΙΡΟΥΣ»

Όταν έπεσε η Κωνσταντινούπολη στους Τούρκους, ένα πουλί ανέλαβε να πάει
ένα γραπτό μήνυμα στην Τραπεζούντα στην Χριστιανική Αυτοκρατορία του
Πόντου για την Άλωση της Πόλης. Μόλις έφτασε εκεί πήγε κατευθείαν στη
Μητρόπολη που λειτουργούσε ο Πατριάρχης και άφησε το χαρτί με το μήνυμα
πάνω στην Άγια Τράπεζα. Κανείς δεν τολμούσε να πάει να διαβάσει το
μήνυμα. Τότε πήγε ένα παλικάρι, γιός μιας χήρας, και διάβασε το άσχημο
μαντάτο «Πάρθεν η Πόλη, Πάρθεν η Ρωμανία».

Το εκκλησίασμα και ο Πατριάρχης άρχισαν τον θρήνο, αλλά ο νέος τους
απάντησε «Κι αν η Πόλη έπεσε, κι αν πάρθεν η Ρωμανία, πάλι με χρόνους
και καιρούς, πάλι δικά μας θα’ ναι».

«ΤΟ ΠΟΤΑΜΙ ΠΟΥ ΣΤΑΜΑΤΗΣΕ ΝΑ ΚΥΛΑΕΙ»

Οι περισσότεροι τοπικοί θρύλοι για την άλωση της Κωνσταντινούπολης
μοιάζουν σε ένα σημείο: όλοι δείχνουν ότι ο χρόνος σταμάτησε με την
κατάληψη της ιερής πόλης της Ορθοδοξίας από τους άπιστους Τούρκους και
ότι η τάξη στον κόσμο θα επανέλθει με την ανακατάληψη της Βασιλεύουσας
από τους Έλληνες. Έτσι, και στην Ήπειρο υπάρχει μια αντίστοιχη λαϊκή
δοξασία. Συγκεκριμένα, ένα πουλί φέρνει την αναγγελία της πτώσης της
Πόλης σε μια ομάδα βοσκών που εκείνη τη στιγμή ποτίζουν τα κοπάδια τους
σε ένα ποτάμι. Ο θρύλος λέει ότι στο άκουσμα της φοβερής είδησης τα νερά
του ποταμιού σταμάτησαν να κυλάνε, αφού και το φυσικό στοιχείο θεώρησε
ότι η πτώση της Κωνσταντινούπολης ήταν κάτι το ανήκουστο. Το ποτάμι θα
συνεχίσει και πάλι να κυλάει, μόλις απελευθερωθεί η Πόλη, συνεχίζει ο
λαϊκός θρύλος…

ΟI ΚΡΗΤΙΚΟΙ ΠΟΛΕΜΙΣΤΕΣ»

Έναν από τους πύργους των τειχών της Πόλης τον υπεράσπιζαν τρία
αδέρφια, άρχοντες Κρητικοί που πολεμούσαν με το μέρος των Βενετών (η
Κρήτη τότε ήταν κάτω από την κυριαρχία των Βενετών). Μετά την πτώση της
πόλης τα τρία αδέρφια και οι άντρες τους εξακολουθούσαν να πολεμούν και
παρά τις λυσσώδεις προσπάθειες τους οι Τούρκοι δεν είχαν κατορθώσει να
καταλάβουν τον πύργο. Για το περιστατικό αυτό ενημερώθηκε ο Σουλτάνος
και εντυπωσιάστηκε από την παλικαριά τους.

  Κρυώνω μαμά κάνε κάτι: Χιόνιζε και κοιμόμουν με την κόρη μου στον δρόμο ώσπου μας πήρε σπίτι του ένας άγνωστος

Αποφάσισε, λοιπόν, να τους επιτρέψει να φύγουν με ασφάλεια από τον
πύργο και να πάρουν ένα καράβι με τους άντρες τους και να γυρίσουν στην
Κρήτη. Πραγματικά η πρόταση του έγινε δεκτή με τη σκέψη ότι έπρεπε να
μείνουν ζωντανοί για να πολεμήσουν να ξαναπάρουν τη Βασιλεύουσα πίσω από
τους απίστους. Έτσι οι Κρητικοί επιβιβάστηκαν στο πλοίο τους και
ξεκίνησαν για το νησί τους. Το πλοίο δεν έφτασε ποτέ στην Κρήτη και ο
θρύλος λέει ότι περιπλανιούνται αιώνια στο πέλαγος μέχρι τη στιγμή που
θα ξεκινήσει η μάχη για την ανακατάληψη της Πόλης από τους Έλληνες. Τότε
το πλοίο των Κρητικών θα τους ξαναφέρει στην Κωνσταντινούπολη για να
πάρουν και αυτοί μέρος στη μάχη και να ολοκληρώσουν την αποστολή τους
και το ελληνικό έθνος να ξανακερδίσει την Πόλη.

«Η ΑΓΙΑ ΤΡΑΠΕΖΑ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΣΟΦΙΑΣ»

Σύμφωνα με την παράδοση πριν ο Μωάμεθ ο Β΄ καταλάβει την
Κωνσταντινούπολη, ο αυτοκράτορας Κων/νος διέταξε να μεταφέρουν την αγία
τράπεζα και όλα τα κειμήλια της Αγίας Σοφίας μακριά από την πόλη για να
μην πέσουν στα χέρια των Τούρκων.

Τρία καράβια Ενετικά λοιπόν ξεκίνησαν από την πόλη γεμάτα με όλα αυτά
τα κειμήλια, όπως λέει και ο θρύλος, αλλά το τρίτο από αυτά που μετέφερε
την αγία τράπεζα βυθίστηκε στα νερά του Βοσπόρου στην περιοχή του
Μαρμαρά.

Από τότε μέχρι σήμερα στο σημείο εκείνο που είναι βυθισμένη η αγία
τράπεζα τα νερά της θάλασσας είναι πάντοτε ήρεμα και γαλήνια, ασχέτως με
τις καιρικές συνθήκες που επικρατούν στην γύρω περιοχή. Το φαινόμενο
μαρτυρούν και σύγχρονοι Τούρκοι επιστήμονες, που έχουν κάνει κατά
καιρούς απόπειρες να ανακαλύψουν που οφείλεται αυτό το περίεργο
φαινόμενο, αλλά λόγω της λασπώδους σύστασης του βυθού, επέστησαν
άκαρπες.

  Φυσικό βερνίκι για ξύλινες επιφάνειες

Στο βιβλίο του Δωροθέου Μονεμβασίας με τίτλο “Βίβλος Χρονική” (1781) διαβάζουμε:

«Οι Ενετοί την υπερθαύμαστον και εξάκουστον Αγίαν Τράπεζαν της
Αγίας Σοφίας, την πολύτιμον και ωραιότατην, έβγαλαν από τον Ναό και
έβαλαν εις το καράβι, και καθώς έκαναν άρμενα και επήγαιναν προς
Βενετία, ω, του θαύματος! Πλησίον της νήσου του Μαρμαρά άνοιξε το καράβι
και έπεσεν εις την θάλασσαν η Αγία Τράπεζα και εβούλησε και είναι εκεί
ως σήμερον, και τούτο είναι φανερόν και το μαρτυρούν οι πάντες, διότι
όλον το μέρος εκείνο, όταν κάμνει φουρτούνα, η θάλασσα όλη κάμνει κύματα
φοβερά, εις δε τον τόπο όπου είναι η Αγία Τράπεζα είναι γαλήνη και δεν
ταράσσεται η θάλασσα. Και υπαγαίνουν τινές εκεί με περάματα, και
λαμβάνουν από την θάλασσαν εκείνην, όπου είναι η Αγία Τράπεζα, και
μυρίζει θαυμασιώματα μυρωδίαν, από το άγιον μύρον όπου έχει και των
άλλων αρωμάτων»

Ο πατέρας της Ελληνικής λαογραφίας, Νικόλαος Πολίτης, γράφει για το περιστατικό:

«Την ημέρα που πάρθηκεν η Πόλη έβαλαν σ’ ένα καράβι την Αγία
Τράπεζα, να την πάνε στην Φραγκιά, για να μην πέσει στα χέρια των
Τούρκων. Εκεί όμως στην θάλασσα του Μαρμαρά, άνοιξε το καράβι και η Αγία
Τράπεζα εβούλιαξε στον πάτο. Στο μέρος εκείνο η θάλασσα είναι λάδι, όση
θαλασσοταραχή και αν είναι γύρω. Και το γνωρίζουν το μέρος αυτό από τη
γ΄λήνη που είναι πάντα εκεί και από την ευωδία που βγαίνει. Πολλοί
μάλιστα αξιώθηκαν να την ιδούν στα βάθη της θάλασσας.»

Θα μπορούσε να είναι άλλος ένας μύθος που κατάφερε να επιβιώσει τόσους
αιώνες μέσα στις καρδιές των Ελλήνων μαζί με τον κρυφό πόθο της
επιστροφής της Κωνσταντινούπολης και πάλι σε Ελληνικά χέρια. Αυτός ο
κρυφός πόθος εξάλλου μεγάλωσε, και θα μεγαλώνει, αμέτρητες γενιές
Ελλήνων. Όμως σύμφωνα με ντόπιους Τούρκους της Κωνσταντινούπολης, το
σημείο αυτό είναι υπαρκτό και τα τελευταία χρόνια μετακινείται
πλησιάζοντας την πόλη. Σύμφωνα με προφητεία η αγία τράπεζα θα μεταφερθεί
και πάλι μέσα στον ναό για να τελειώσει η θεία λειτουργία που διεκόπη
όταν εισέβαλαν στην πόλη οι Τούρκοι.

  Το χρονικό του 1940

Αφήστε μια απάντηση