Όπως ιστορεί η παράδοση, γύρω στα 1100 μ.Χ. ο Βυζαντινός διοικητής της Κύπρου άρχοντας Μανουήλ Βουτομίτης πήγε για κυνήγι, αλλά χάθηκε στα δάση του Τροόδους, που τότε ήταν πολύ πυκνά και γεμάτα με αγρινά και άλλα σπάνια ζώα και πουλιά. Αφού περιπλανήθηκε για αρκετό χρονικό διάστημα, συνάντησε έναν γέρο ερημίτη, τον Ησαΐα, προς τον οποίο συμπεριφέρθηκε πολύ άσχημα, διότι ο ασκητής, που απέφευγε οτιδήποτε κοσμικό, δεν προθυμοποιήθηκε να τον υπηρετήσει και ούτε αποκρίθηκε στις ερωτήσεις του.
(adsbygoogle = window.adsbygoogle || []).push({});
Στη συνέχεια ο Βουτομίτης βρήκε τον δρόμο του και επέστρεψε στη Λευκωσία, όπου όμως έπεσε βαριά άρρωστος. Απέδωσε την ασθένειά του στον τρόπο, που συμπεριφέρθηκε στον Ησαΐα, και έστειλε αμέσως τους υπηρέτες του να τον βρουν. Όταν τον οδήγησαν μπροστά του, ο Βουτομίτης ταπεινά ζήτησε συγγνώμη από τον γέροντα μοναχό. Τότε αυτός, αντί άλλης απάντησης, προσευχήθηκε για τη θεραπεία του άρχοντα.
Γρήγορα ο Βουτομίτης έγινε καλά και υποσχέθηκε στον Ησαΐα πως θα του έδινε ό,τι του ζητούσε. Ο άγιος εκείνος άνθρωπος δεν ήθελε ούτε χρήματα ούτε αξιώματα. Ακολουθώντας τη θεία προσταγή, παρακάλεσε τον Βουτομίτη να του φέρει από την Κωνσταντινού-πολη την Εικόνα της Θεοτόκου, μία από τις τρεις δημιουργίες του Ευαγγελιστή Λουκά. Ο Βυζαντινός διοικητής δίσταζε, διότι φοβόταν πως ήταν αδύνατο να πείσει τον αυτοκράτορα του Βυζαντίου Αλέξιο Κομνηνό να παραχωρήσει το ’γιο Εικόνισμα που φυλασσόταν στο παλάτι.
Στη συνέχεια ο Ησαΐας με μεγάλη χαρά μετέφερε την Εικόνα στην Κύπρο, όπου ο λαός τον υποδέχθηκε με ιδιαίτερη συγκίνηση και ευλάβεια και πορεύτηκε μαζί του από τα παράλια ως τα βουνά του Τροόδους. Στο πέρασμά τους τα δένδρα υποκλίνονταν, συμμετέχοντας στις εκδηλώσεις υποδοχής, τα δε κογχύλια με θαυμαστό τρόπο έβγαιναν από τη θάλασσα και τους συνόδευαν.
(adsbygoogle = window.adsbygoogle || []).push({});