……….Μόλις έπεφτε το βράδυ έβλεπα τον πατέρα να
ανταλλάσσει συνωμοτικές ματιές με τη
μάνα. Τα βλέμματά τους ενώνονταν αλλιώτικα, παράξενα, φόβος και λαχτάρα μαζί.
Σε λίγο θα χτυπούσε η πόρτα. Τέσσερις φορές συνέχεια, τρεις πιο κοφτά, μετά
παύση και στο τέλος άλλη μία. . Έτσι νομίζω χτυπούσε και η καρδιά μου. (
Μουσική σύντομη, η μητέρα κοιτάζει από το παράθυρο, κάνοντας λίγο την κουρτίνα
στην άκρη.)
ανταλλάσσει συνωμοτικές ματιές με τη
μάνα. Τα βλέμματά τους ενώνονταν αλλιώτικα, παράξενα, φόβος και λαχτάρα μαζί.
Σε λίγο θα χτυπούσε η πόρτα. Τέσσερις φορές συνέχεια, τρεις πιο κοφτά, μετά
παύση και στο τέλος άλλη μία. . Έτσι νομίζω χτυπούσε και η καρδιά μου. (
Μουσική σύντομη, η μητέρα κοιτάζει από το παράθυρο, κάνοντας λίγο την κουρτίνα
στην άκρη.)
Εγώ με την αδερφή μου κουκουλωμένοι στο άλλο
δωμάτιο, μασουλούσαμε τα νύχια και τα δάχτυλα, τάχα να ξεχάσουμε την πείνα μας.
Άκουγα τον πατέρα που έβαζε τις πατερίτσες, και πλησίαζε στην πόρτα. Κάτι
ψιθύριζε κι η πόρτα άνοιγε. Τότε έμπαινε ο κυρ- Μηνάς φορώντας πάντα την
τραγιάσκα του κι ένα πρόσωπο γεμάτο αγωνία.
δωμάτιο, μασουλούσαμε τα νύχια και τα δάχτυλα, τάχα να ξεχάσουμε την πείνα μας.
Άκουγα τον πατέρα που έβαζε τις πατερίτσες, και πλησίαζε στην πόρτα. Κάτι
ψιθύριζε κι η πόρτα άνοιγε. Τότε έμπαινε ο κυρ- Μηνάς φορώντας πάντα την
τραγιάσκα του κι ένα πρόσωπο γεμάτο αγωνία.
( Μουσική γέφυρα)
Η μητέρα έψηνε δυο καφέδες από ρεβίθι, και μετά
πήγαινε στην πόρτα. Ο πατέρας με τον κυρ- Μηνά
έκαναν στην άκρη το μικρό τραπεζάκι, σήκωναν το σκούρο κιλίμι, κι
έβγαζαν προσεκτικά δυο τρία σανίδια απ’ το πάτωμα. Μετά έβγαζαν κάτι με
προσοχή. Παραφυλούσα μέρες για να το δω αυτό. Κι όσο φοβόμουν τον πατέρα! Αυτή
όμως ήταν η νύχτα μου. Πλησίασα την χαραμάδα της πόρτας. Τα μάτια και τ’ αυτιά
ορθάνοιχτα. ( Μουσική γέφυρα).
πήγαινε στην πόρτα. Ο πατέρας με τον κυρ- Μηνά
έκαναν στην άκρη το μικρό τραπεζάκι, σήκωναν το σκούρο κιλίμι, κι
έβγαζαν προσεκτικά δυο τρία σανίδια απ’ το πάτωμα. Μετά έβγαζαν κάτι με
προσοχή. Παραφυλούσα μέρες για να το δω αυτό. Κι όσο φοβόμουν τον πατέρα! Αυτή
όμως ήταν η νύχτα μου. Πλησίασα την χαραμάδα της πόρτας. Τα μάτια και τ’ αυτιά
ορθάνοιχτα. ( Μουσική γέφυρα).
ΕΝΑ ΡΑΔΙΟΦΩΝΟ!!! Ο πατέρας με τον κυρ- Μηνά είπαν
δυο κουβέντες βιαστικές μα πολύ σπουδαίες όπως φαίνονταν από τα πρόσωπά τους.
Μια ξένη φωνή μπήκε στο δωμάτιο. Εδώ Λονδίνο… Εδώ Λονδίνο…Τα μάτια τους
απόκτησαν αμέσως μια λάμψη. « Έλληνες πατριώτες» συνέχιζε η φωνή…….
(Μουσική γέφυρα)
δυο κουβέντες βιαστικές μα πολύ σπουδαίες όπως φαίνονταν από τα πρόσωπά τους.
Μια ξένη φωνή μπήκε στο δωμάτιο. Εδώ Λονδίνο… Εδώ Λονδίνο…Τα μάτια τους
απόκτησαν αμέσως μια λάμψη. « Έλληνες πατριώτες» συνέχιζε η φωνή…….
(Μουσική γέφυρα)
Αυτό ήταν. Έφυγα γρήγορα από την χαραμάδα και χώθηκα
στο κρεβάτι μου αγκαλιάζοντας την αδερφή μου που φαινόταν πως κρύωνε. Αυτό το
«Έλληνες πατριώτες» έδιωχνε την πείνα και το κρύο τα περισσότερα βράδια της
κατοχής. Εγώ τις μέρες πεινούσα και κρύωνα μα τα βράδια περίμενα… Περίμενα ν’
ακούσω την ξένη φωνή να λέει: «Έλληνες πατριώτες.. Δεν θα πεινάτε πια . Δεν θα
κρυώνετε δεν θα υποφέρετε. ΕΙΜΑΣΤΕ ΛΕΥΤΕΡΟΙ! (Μουσική- τέλος)
στο κρεβάτι μου αγκαλιάζοντας την αδερφή μου που φαινόταν πως κρύωνε. Αυτό το
«Έλληνες πατριώτες» έδιωχνε την πείνα και το κρύο τα περισσότερα βράδια της
κατοχής. Εγώ τις μέρες πεινούσα και κρύωνα μα τα βράδια περίμενα… Περίμενα ν’
ακούσω την ξένη φωνή να λέει: «Έλληνες πατριώτες.. Δεν θα πεινάτε πια . Δεν θα
κρυώνετε δεν θα υποφέρετε. ΕΙΜΑΣΤΕ ΛΕΥΤΕΡΟΙ! (Μουσική- τέλος)