Νεκτάριος: Ο Άγιος της αγάπης της στοργής και της συγχώρησης
Ο Άγιος Νεκτάριος ο θαυματουργός του οποίου την μνήμη εορτάζουμε στις
9 Νοεμβρίου είναι ένας από τους Πατέρες της Εκκλησίας, όπου η Αγιότητα του βίου του συνδυάζεται με τη χάρη της θαυματουργίας. Η ζωή του ήταν μια ιερή πορεία εβδομηντατεσσάρων χρόνων κατάφορτη από καρπούς του Αγίου Πνεύματος.
Μια πορεία πάντως που κάθε άλλο παρά ομαλή ήταν. Ο Άγιος βρέθηκε από ξενιτεμένο φτωχό παιδί, Επίσκοπος της Εκκλησίας. Από εξόριστος, διευθυντής Εκκλησιαστικής Σχολής, Άγιος της Εκκλησίας .
Νεκτάριος: Ο Άγιος της αγάπης της στοργής και της συγχώρησης
Ο βίος του
Παιδική ηλικία
Ο Αναστάσιος Κεφαλάς γεννήθηκε στις 1 Οκτωβρίου 1846, στην Συληβρία της Ανατολικής Θράκης. Γεννήθηκε σὲ χώματα ελληνικὰ απὸ ευσεβείς γονείς, τον Δημοσθένη και την Μαρία Κεφαλά, το 5ο από τα 6 παιδιά φτωχής οικογένειας.
Από μικρός έφτιαχνε τεχνητούς άμβωνες καὶ μιλούσε για το Χριστό στα παιδιὰ της ηλικίας του. Αφού τελείωσε το δημοτικό και το σχολαρχείο στην πατρίδα του, με την ευχή των γονέων του, παίρνει την απόφαση να ξενιτευθεί στην Κωνσταντινούπολη, καθώς η οικογένειά του αδυνατούσε να συντηρήσει όλα τα μέλη της, και η γενέτειρά του δεν είχε σχολείο μέσης εκπαίδευσης. Ηταν μόλις 14 ετών.
Στην Κωνσταντινούπολη
Τα πρώτα χρόνια της παραμονής του στη Κωνσταντινούπολη η ζωή για το μικρό Αναστάσιο ήταν σκληρή και δύσκολη. O Αναστάσιος βρήκε εργασία σε έναν έμπορο καπνών που δεν τον πλήρωνε όπως έπρεπε, έτσι είχε μείνει με τρύπια παπούτσια και άθλια ενδύματα.
Αλλά είχε πολλή πίστη Θεό, και η προσευχή του ήταν η μόνη παρηγοριά. Όταν παρατήρησε ότι ο εργοδότης του έγραφε επιστολές και έπαιρνε απαντήσεις, ο Αναστάσιος με το παιδιάστικο μυαλό και την άδολη καρδιά του, θέλησε να γράψει και αυτός μια επιστολή, γιατί είχε πολλά να πει.
Αλλά σε ποιον θα την έγραφε; Δεν γνώριζε κανένα και δεν θα μπορούσε να γράψει στη μητέρα του γιατί δεν ήθελε να την στενοχωρήσει. Και όμως αισθανόταν μεγάλη την ανάγκη να γράψει, ήθελε να γράψει για τις συνθήκες της εργασίας του και ότι χρειαζόταν χρήματα για να αγοράσει παπούτσια και ενδύματα.
Η ελπίδα που είχε στο Θεό δεν τον εγκατέλειπε ποτέ και έτσι σκέφτηκε να γράψει μιά επιστολή με παραλήπτη το Χριστό, να του αφηγηθεί τα προβληματά του. Πήρε το μολύβι του και έγραψε:
-Χριστούλη μου, δεν έχω παπούτσια και ρούχα.
-Στείλε μου τα Σε παρακαλώ.
-Ξέρεις πόσο Σε αγαπώ.
-Αναστάσιος.
Έκλεισε την επιστολή με εμπιστοσύνη και έγραψε στο φάκελο:
“Προς Κύριον Ιησού Χριστό στον παράδεισο”. Στον δρόμο για το ταχυδρομείο συνάντησε τον ιδιοκτήτη ενός γειτονικού καταστήματος. Ο άνδρας τον συμπαθούσε ιδιαίτερα για τον καλό του χαρακτήρα και την αθωότητα του, γνωρίζοντας μάλιστα τι περνούσε αισθανόταν οίκτο γι αυτόν. “Αναστάσιε, πού πηγαίνεις;”
Ο Αναστάσιος εμουρμούρισε κάτι και κούνησε την επιστολή που κρατούσε στο χέρι του. “Δώσε μου να την ταχυδρομήσω εγώ, εκεί πηγαίνω τώρα.” Σαστισμένος, ο Αναστάσιος του έδωσε την επιστολή. Ο έμπορος πήρε την επιστολή και την έβαλε με τις άλλες επιστολές που επρόκειτο να ταχυδρομήσει, και κτύπωντας ελαφρά τον Αναστάσιο στο κεφάλι του είπε να επιστρέψει πίσω και να μην ανυσηχεί για την επιστολή.
Ο μικρός Αναστάσιος χαρούμενος επέστρεψε στην δουλεία του το ίδιο και ο έμπορος που συνάντησε στο δρόμο του αυτό το τόσο καλό και εξαιρετικό αγόρι. Από περιέργεια ο έμπορός έριξε μιά ματιά στον παραλήπτη.
Αμέσως η περιέργειά του οξύνθηκε, άνοιξε την επιστολή και την διάβασε. Συντετριμένος από συγκίνηση, πήρε κάποια χρήματα, από την τσέπη του και κατόπιν τα έβαλε σε έναν φάκελο και τα έστειλε ανώνυμα στο αγόρι.
Ο Αναστάσιος γέμισε από χαρά όταν έλαβε την επιστολή και ευχαρίστησε θερμά τον Θεό.
Μερικές ημέρες μετά από αυτό, ο εργοδότης του τον είδε που ήταν καλύτερα ντυμένος και αμέσως σκέφθηκε “πρέπει να μου έχει κλέψει χρήματα”. Άρχισε να τον κτυπάει. Αλλά, ο Αναστάσιος φώναζε, «δεν έχω κλέψει ποτέ τίποτα στη ζωή μου!
Σε παρακαλώ μην με χτυπάς! Ο Χριστούλης μου τα έστειλε! O έμπορος που τον είχε βοηθήσει με την επιστολή, είδε τον ξυλοδαρμό από το αφεντικό του και έτσι ζήτησε από τον μικρό Αναστάσιο να δουλέψει κοντά του. H κατάσταση μεταστράφηκε.
Άρχισε να εργάζεται στο επιπλοποιείο του, με αποτέλεσμα οι ώρες εργασίας να μειωθούν, να έχει χρόνο για εκκλησιασμό, να εντρυφεί στην Αγία Γραφή, να πηγαίνει σχολείο, ενώ σύντομα η οικογένεια του τον ακολούθησε στην Κωνσταντινούπολη.
Στην Πόλη κάθισε συνολικά 7 έτη και σε ηλικία 20 ετών την εγκατέλειψε, παρότι δεν ολοκλήρωσε την μόρφωση του, για να πάει στο Λιθί της Χίου να εργαστεί ως δάσκαλος.
Στη Χίο
Ήταν 20 ετών όταν έφτασε στη Χίο. Έχοντας την ανάλογη γραμματική και θεολογική γνώση υπηρετεί ως γραμματοδιδάσκαλος στο Λίθι. Όλοι όσοι τον γνωρίζαν τον θαυμάζουν και τον αγαπούν λόγω του εμφανούς ψυχικού του κάλλους και των ποικίλων αρετών του.
Οι πιέσεις όμως που του ασκήθηκαν λόγω των χαρισμάτων τού λόγου και της μορφώσεώς του, τελικά τον έστρεψαν προς τον κοσμικό κλήρο, αν και ποτέ δε λησμόνησε μέχρι τέλους της ζωής του, τον μοναχισμό.
Ανώτερες θεολογικές σπουδές
Στή Χίο φοιτά στο γυμνάσιο αλλά ο μεγάλος σεισμός του 1881 τον αναγκάζει να πάει στην Αθήνα, όπου ολοκληρώνει τις γυμνασιακές σπουδές του στο Βαρβάκειο, παίρνοντας απολυτήριο ως κατ’ οίκον διδαχθείς. Τον ίδιο χρόνο ταξιδεύει στην Αλεξάνδρεια, για να συναντήσει τον Πατριάρχη Αλεξανδρείας Σωφρόνιο.
Ο Νεκτάριος εκεί διέπρεψε, και μάλιστα, πρώτευσε στο διαγωνισμό σχολικής κοσμητείας στο «Παπαδάκειο κληροδότημα», με αποτέλεσμα να κερδίσει υποτροφία σπουδών στη θεολογική σχολή, κάτι που τον ανακούφισε πολύ, καθότι ο ευεργέτης του Ιωάννης Χωρέμης είχε φύγει από τη ζωή, με αποτέλεσμα να βρίσκεται σε δεινή οικονομική κατάσταση. Αφού έλαβε το πτυχίο του (1885), πάλι ανεχώρησε προς την Αλεξάνδρεια.
Στην Αλεξάνδρεια
Στην Αλεξάνδρεια όλα έβαιναν καλώς για τον Νεκτάριο. Άμεσα, με την επιστροφή του, χειροτονείται Ιερέας και 5 μήνες αργότερα τοποθετείται γραμματέας του Πατριάρχη παίρνοντας το αξίωμα του Αρχιμανδρίτη.
«Ζῶ δὲ οὐκέτι ἐγώ, ζῇ δὲ ἐν ἐμοὶ Χριστός».