Ο άγιος Νεκτάριος ήταν Επίσκοπος (δεσπότης) Πενταπόλεως του Πατριαρχείου Αλεξανδρείας
|
(Η ζωή του αγίου Νεκταρίου είναι γεμάτη θαυμαστά γεγονότα.
Αναζητείστε την πλήρη βιογραφία του [μια ωραία λογοτεχνική παρουσίαση είναι το βιβλίο: Ο άγιος του αιώνα μας, του Σώτου Χονδροπούλου].
Τα θαύματά του πιάνουν βιβλία ολόκληρα. Εδώ μερικά ψίχουλα μόνο για δείγμα και κέντρισμα)
(adsbygoogle = window.adsbygoogle || []).push({});
[1]
Κάποτε και ενώ ο Άγιος ήταν ακόμα Διευθυντής στη Ριζάρειο Εκκλησιαστική Σχολή, ένας δεκαοκτάχρονος μαθητής του, ο Νικόλας, είχε αρρωστήσει βαριά με ανίατη για την εποχή εκείνη ασθένεια.
– Βλέπετε, Σεβασμιώτατε, έλεγε στον Άγιο ο μαθητής του, το σχέδιο του Θεού είναι να πεθάνω!
Το βράδυ ο Άγιος λειτούργησε, προσευχήθηκε, έκανε αγρυπνία, παρακάλεσε τον Θεό, την Παναγία…
Την άλλη μέρα το μεσημέρι στο τραπέζι ανακοίνωσε στους μαθητές της Σχολής:
– Ο Νικόλας θα γίνει καλά!
Το βράδυ η Παναγία είχε παρουσιαστεί στον ύπνο του Αγίου και του είχε αναγγείλει τη θεραπεία του παιδιού.
Πράγματι, από το βράδυ κιόλας της ίδιας ημέρας, παρόλο που οι γιατροί δεν έδιναν ελπίδες ζωής στο νεαρό μαθητή του Αγίου, αυτός άρχισε να γίνεται καλύτερα και σε λίγα χρόνια μάλιστα, έλαβε το αξίωμα της Ιερωσύνης από τα ίδια τα χέρια του Αγίου.
[2]
Ο Δεσπότης (ο άγιος Νεκτάριος) ήταν άγιος από ζωντανός. Ένα πρωί, ήρθε μια πλουσιότατη οικογένεια από τις Κυκλάδες. Οι γονιοί κι ένα κορίτσι. Τη μικρή την είχαν πάει στην Αγγλία. Την εξέτασαν οι γιατροί και είπαν ότι άμα γίνει δεκατριών χρονών θα πεθάνει. Το λοιπόν, ξαναπήγαν το παιδί στην Αγγλία, για δεύτερη φορά. Τίποτα. Ήρθαν και πάλι άπρακτοι στο νησί τους. Τότε η μάνα του παιδιού είδε στον ύπνο της το Δεσπότη τον Άγιο Νεκτάριο. Της είπε:
– Παντού το πήγατε το παιδί, παντού το γυρίσατε. Φέρτε το και στο σπίτι μου, στην Αίγινα. Με λένε Νεκτάριο. Μην το ταλαιπωρείτε. Αυτό είναι όπως το γέννησες, ολόκαλο!…
Γι αυτό ήρθαν στην Αίγινα. Τους πήγα στο μοναστήρι. Κάνανε λειτουργία και κοινωνήσανε από το Δεσπότη (δηλ. από τον άγιο Νεκτάριο) . Εκείνος το σταύρωσε και τους είπε ότι ο Θεός θα το κάνει καλά. Φύγανε οι άνθρωποι. Ύστερα από λίγο καιρό, νά σου κι ήρθανε πάλι. Το κορίτσι τους ήταν πεντάγερο. Με βρήκανε στην αγορά και σαλτάραν (ανέβηκαν) πάνω στην καρότσα να τους πάω στο μοναστήρι. Κάνανε πάλι λειτουργία. Κλαίγανε και γελούσανε μαζί, απ’ τη χαρά τους. Ο Δεσπότης το θεράπευσε το παιδί.
[3]
(Από διήγηση αυτόπτη μάρτυρα)
Αμέτρητα θαύματα γίνονταν από τότε (όταν ζούσε). Δαιμονισμένοι λυτρώνονταν, άρρωστοι θεραπεύονταν, χίλια δυο. Τα μαθαίναμε όλοι οι Αιγινήτες και σταυροκοπιόμασταν. Πολλά, πολλά… Μόνο που τον έβλεπες, αισθανόσουνα πως ήταν θαυματουργός. Γαλήνια η μορφή του. Πράος, γλυκός. Άνθρωπος με πνεύμα Θεού.
…Τρέχω κάποτε στο κελί του Αγίου. Μόλις μπήκα στην τραπεζαρία του, βλέπω την εσωτερική πόρτα ανοιχτή. Αυτό που αντίκρυσα στη συνέχεια – όπως θα καταλάβετε με άφησε άναυδη. Με γέμισε θαυμασμό. Ο Άγιος δεν πατούσε στο πάτωμα! Στεκότανε στον αέρα, δύο σπιθαμές πάνω από το έδαφος! Τα χέρια του ήσαν υψωμένα προς το εικονοστάσιο του, στην Παναγία και προσευχόταν. Το πρόσωπό του είχε υποστεί μιαν αλλοίωση. Πρόσωπο Αγίου. Όταν είδα αυτό το θαύμα, συγκινήθηκα βαθύτατα…
(adsbygoogle = window.adsbygoogle || []).push({});
[4]
…Όταν γύρισα το 1920 από τη Μικρασιατική οπισθοχώρηση, έμαθα πως λίγες ημέρες πριν, μια φτωχειά γυναίκα πήγε ξυπόλητη στο μοναστήρι. Μόλις την είδε ο Άγιος, έβγαλε τις παντόφλες του και τις έδωσε. Ύστερα από λίγο, πήγε μα άλλη φτωχειά που πείναγε. Λέει τότε ο Άγιος στις Γερόντισσες:
– Δώστε της να φάει.
– Δεν έχουμε τίποτα, Σεβασμιώτατε, εκτός από λιγοστό ψωμάκι.
– Να το δώσετε αμέσως, τους είπε … κι έχει ο Θεός!…
Το άλλο πρωί, νά ’σου ένας πλούσιος με δύο γαϊδουράκια, φορτωμένα ρύζι, ζάχαρη, μακαρόνια, αλεύρι. Δωρεά στη μονή. Το ξέρω, γιατί βοήθησα στο ξεφόρτωμα. Θυμάμαι, γύρισε ο Άγιος εκείνη τη στιγμή και λέει με σημασία στην ηγουμένη:
-Γερόντισσα, έχει ο Θεός!… Κι έκανε το σταυρό του.
[5]
… Άλλη μια φορά, πήγανε χωρικοί από τον Κοντό και του είπαν ότι με την ανομβρία θα πάθουνε πολλές ζημιές. Ο Άγιος έκανε δέηση και άρχισε αμέσως δυνατή βροχή! Τα θυμάμαι πολύ καλά.
Τι ευλογία, γιαγιά, να ζήσει στο νησί σας ο Άγιος Νεκτάριος!…
[6]
(Διηγείται κάποιος στρατιώτης του 1940)
«Είμαι Πειραιώτης. Μόλις επέστρεψα από το αλβανικό μέτωπο. Κινδύνεψα. Δίπλα μου ακριβώς, έπεσε μια οβίδα. Άνοιξε ολόκληρο πηγάδι. Εκείνη τη στιγμή, έρχεται αστραπιαία ένας παπάς – πού βρέθηκε; – και μου δίνει μια γερή σπρωξιά. Μ΄ έριξε στο χώμα, σε κατεύθυνση αντίθετη από την οβίδα. Γλίτωσα, κυριολεκτικά από θαύμα.
Όταν γύρισα στο Πειραιά, άρχισα να ρωτώ γνωστούς παπάδες και να κοιτάζω φωτογραφίες ιερωμένων, για να βρω τον παπά που μ’ έσωσε. Εκείνος, μόλις μ’ έσπρωξε, εξαφανίστηκε. Ταραγμένος όπως ήμουν, ούτε που μου ’κοψε να τον αναζητήσω εκείνη τη στιγμή.
Ανάμεσα στις φωτογραφίες που μου δείξανε, ήταν και μια του αγίου Νεκταρίου.
– Αυτός είναι! φώναξα ανατριχιασμένος. Γι’ αυτό έρχομαι στο μοναστήρι. Ήθελα κι εγώ κάτι να προσφέρω στο μοναστήρι του. Ρώτησα κι έμαθα ότι έσπασαν τα κεραμίδια τους και δεν είχαν χρήματα οι μοναχές να τα επισκευάσουν. Ανέλαβα εγώ. Θα τα κάνω καινούργια απ’ την αρχή. Γι’ αυτό πηγαίνω. Είναι η δεύτερη φορά. Όταν πρωτοπήγα, με υποδέχτηκαν οι μοναχές, δίχως να με γνωρίζουν.
– Ήρθατε για τα κεραμίδια; με ρώτησαν!
Τα ’χασα. Δεν είχα πει τίποτα σε κανένα. Βλέποντας την απορία μου, μου είπαν: « Ήρθε χτες βράδυ χαρούμενος ο Δεσπότης μας (δηλ. ο άγιος Νεκτάριος) και μας το είπε!…
Αυτά μου διηγήθηκε το παλικάρι. Ανεβήκαμε όλοι μαζί στο μοναστήρι. Πήγα στον τάφο, γονάτισα κι άρχισα να κλαίω με λυγμούς. Εκείνη τη στιγμή μια υπέροχη μυρωδιά γιασεμιού απλώθηκε. Άρχισα να ψάχνω μέσα στην αυλή την κρεβατίνα με το γιασεμί. Η Γερόντισσα Παρασκευή με ρώτησε τι ψάχνω. Όταν της εξήγησα, μου είπε:
– Δεν έχουμε γιασεμί στο μοναστήρι. Ούτε βασιλικό. Σε υποδέχτηκε ο Άγιος, παιδί μου!
Από τότε πίστεψα πιο δυνατά στη χάρη του.
[7]
(Από τον καιρό της κατοχής)
…Άκου δω. Παντού γίνανε του κόσμου τα εγκλήματα. Κάψανε (οι Γερμανοί) τα Καλάβρυτα, κάψαν τα χωριά όλα. Εδώ, δεν ράγισε ούτε πέτρα. Δεν άνοιξε μύτη. Για τη χάρη του Αγίου. Μιλώ για την Κατοχή. Ο γερμανός διοικητής Αθηνών, έλεγε ότι άμα περνάγανε τ΄ αεροπλάνα τους και πήγαιναν στην Κρήτη, δεν βλέπανε την Αίγινα. Ούτε καταχνιά ήταν, ούτε τίποτα. Κι όμως! Αίγινα πουθενά. Τη σκέπαζε ο Άγιος. Από τον καιρό που ήρθε ο Άγιος στον τόπο μας, πάμε από το καλό στο καλύτερο…
(adsbygoogle = window.adsbygoogle || []).push({});
[8]
Η υγεία του Αγίου ήταν πάντα εύθραυστη. Από τις αρχές του 1919 η πάθηση του προστάτη άρχισε να επιδεινώνεται. Μετά από παράκληση των μοναχών εισάγεται στις 20 Σεπτεμβρίου στο Αρεταίειο Νοσοκομείο των Αθηνών, όπου νοσηλεύτηκε για πενήντα ημέρες. Την Κυριακή 8 Νοεμβρίου του 1920, προς το μεσονύκτιο παρέδωσε πλήρης ουρανίου γαλήνης τη μακαρία ψυχή του στα χέρια του ζώντος Θεού, τον οποίο αγάπησε από τη νεότητά του και τον εδόξασε σε όλη του τη ζωή, σε ηλικία 74 ετών. Το τίμιο λείψανο του Αγίου ευωδίαζε και ευωδιαστό μύρον ανάβλυζε από το πρόσωπό του. Αυθημερόν μεταφέρθηκε στην Αίγινα, στο μοναστηράκι του, εψάλη με μεγάλο πλήθος κλήρου και λαού η εξόδιος ακολουθία και ετάφη.
Στο θάλαμο 2 του δεύτερου ορόφου, εκεί στο Αρεταίειο, όπου ο Άγιος Νεκτάριος άφησε την τελευταία του πνοή, καίει σήμερα διαρκώς ένα καντήλι μπρος στην πάνσεπτη εικόνα του.
Καθημερινά περνούν από κει πλήθος πιστών, κυρίως αρρώστων, οι οποίοι στέκονται για λίγο και νοερά αφήνουν τους στεναγμούς της καρδιάς τους, σαν μια θερμή ικεσία προς τον φιλάνθρωπο άγιο. Και κείνος φαίνεται να τους ακούει Τους δίνει κουράγιο με το ιλαρό του βλέμμα και ενισχύει την πίστη τους. Τους θυμίζει ότι και ο ίδιος πόνεσε ψυχικά και σωματικά, αλλά ενισχυόταν πάντα από την αδιάκοπη επαφή του με τον Θεό.
Στις 2 Σεπτεμβρίου του 1953 έγινε η ανακομιδή των χαριτόβρυτων λειψάνων του από τον Μητροπολίτη Ύδρας Προκόπιο, παρισταμένων και άλλων κληρικών, μοναχών και πλήθους λαού. Μια άρρητη ευωδία πλημμύρισε την περιοχή. Το 1961 έγινε η επίσημη αναγνώριση του Αγίου από το Οικουμενικό Πατριαρχείο.