Νύχτα Χριστουγεννιάτικη
Την άγια νύχτα τη Χριστουγεννιάτικη
λυγούν τα πόδια
και προσκυνούν γονατιστά στη φάτνη τους
τα άδολα βόδια.
λυγούν τα πόδια
και προσκυνούν γονατιστά στη φάτνη τους
τα άδολα βόδια.
Κι ο ζευγολάτης ξάγρυπνος θωρώντας τα
σταυροκοπιέται
και λέει με πίστη απ’ της ψυχής τ’ απόβαθα
Χριστός γεννιέται!
σταυροκοπιέται
και λέει με πίστη απ’ της ψυχής τ’ απόβαθα
Χριστός γεννιέται!
Την άγια νύχτα τη Χριστουγεννιάτικη
κάποιοι ποιμένες
ξυπνούν από φωνές ύμνων μεσούρανες
στη γη σταλμένες.
κάποιοι ποιμένες
ξυπνούν από φωνές ύμνων μεσούρανες
στη γη σταλμένες.
Κι ακούοντας τα Ωσαννά απ΄ αγγέλων στόματα
στον σκόρπιο αέρα
τα διαλαλούν σε χειμαδιά λιοφώτιστα
με την φλογέρα.
στον σκόρπιο αέρα
τα διαλαλούν σε χειμαδιά λιοφώτιστα
με την φλογέρα.
Την άγια νύχτα τη Χριστουγεννιάτικη
– ποιος δεν το ξέρει –
των μάγων κάθε χρόνο τα μεσάνυχτα
λάμπει το αστέρι.
– ποιος δεν το ξέρει –
των μάγων κάθε χρόνο τα μεσάνυχτα
λάμπει το αστέρι.
Κι όποιος το βρει μες στ΄ άλλα αστέρια ανάμεσα
και δεν το χάσει,
σε μια άλλη Βηθλεέμ ακολουθώντας το
μπορεί να φτάσει.
και δεν το χάσει,
σε μια άλλη Βηθλεέμ ακολουθώντας το
μπορεί να φτάσει.
Γ. Δροσίνης
Χριστούγεννα
Το σήμαντρο της εκκλησιάς αχολογά με χάρη
καλώντας τους χριστιανούς για τον εσπερινό
και μια κοπέλα λιγερή με πρόσωπο φεγγάρι
σκουπίζ’ απ’ τα ματάκια της το δάκρυ το στερνό.
καλώντας τους χριστιανούς για τον εσπερινό
και μια κοπέλα λιγερή με πρόσωπο φεγγάρι
σκουπίζ’ απ’ τα ματάκια της το δάκρυ το στερνό.
Παιδόπουλα με όργανα τις γειτονιές γυρίζουν
Χριστός γεννάται σήμερον εν Βηθλεέμ τη πόλη…
χίλιες γλυκές ανάμνησες στη σκέψη φτερουγίζουν,
κι απ’ το ποτήρι της χαράς θε να μεθύσουν όλοι.
Χριστός γεννάται σήμερον εν Βηθλεέμ τη πόλη…
χίλιες γλυκές ανάμνησες στη σκέψη φτερουγίζουν,
κι απ’ το ποτήρι της χαράς θε να μεθύσουν όλοι.
Κι η κόρη μπρος στην Παναγιά, παρακαλώντας λέει:
-Δέσποινα Συ, Καλή Κυρά, λυπήσου με, Παρθένα,
δως τη χαρά σε μια καρδιά που μέρα νύχτα κλαίει
και τον λεβέντη π’ αγαπώ, αχ φέρτονε σε μένα!
-Δέσποινα Συ, Καλή Κυρά, λυπήσου με, Παρθένα,
δως τη χαρά σε μια καρδιά που μέρα νύχτα κλαίει
και τον λεβέντη π’ αγαπώ, αχ φέρτονε σε μένα!
Η Οικουμένη προσκυνά, Χριστούλη μου, μ’ ελπίδα
την Φάτνη που γεννήθηκες, η φύση εορτάζει
οι ταπεινοί προσμένουνε μια σπλαχνική αχτίδα
και μόνο στην καρδούλα μου ριζώνει το μαράζι.
την Φάτνη που γεννήθηκες, η φύση εορτάζει
οι ταπεινοί προσμένουνε μια σπλαχνική αχτίδα
και μόνο στην καρδούλα μου ριζώνει το μαράζι.
Κι ενώ σωριάζεται στη γη η κόρη πικραμένη
τα δάκρυα ποτίζουνε τα ροδομάγουλά της.
Μα, να! Η πόρτα διάπλατη, χωρίς να το προσμένει
και σε λιγάκι βρίσκεται ο νιος στην αγκαλιά της.
τα δάκρυα ποτίζουνε τα ροδομάγουλά της.
Μα, να! Η πόρτα διάπλατη, χωρίς να το προσμένει
και σε λιγάκι βρίσκεται ο νιος στην αγκαλιά της.
Λέων. Συμεωνίδης
Δεύτε ίδωμεν πιστοί
(Γ. Βερίτης)
Ω, συ μεγάλε Αναμενόμενε
του δύστυχου πεσμένου ανθρώπου!
Για Σε ψαλμοί κι’ ωδές και σίβυλλες,
για σένα οι θρύλοι κάθε τόπου.
Για Σε ο Δαβίδ τη λύρα ανάκρουσε,
κι’ ο μεγαλόπνοος Ησαΐας,
πού διασκελίζοντας τα σύνορα
της Ιουδαίας και της Ασίας,
στης γης τα πέρατα το κήρυξε,
πώς θειο Παιδί για μας εδόθη,
π’ όλοι θα βρουν σ’ Αυτό την πλήρωση
οι πανανθρώπινοι μας πόθοι.
Τον ερχομό Σου, ώ! πώς τον πρόσμενε
του βράχου ό τραγικός Δεσμώτης,
όσο τα σπλάγχνα τ’ όρνιο εσπάραζε
της αδαπάνητης του νιότης!
Κι ήρθες! Δεν ήρθες μ’ αστροπέλεκα
και με βροντές και καταιγίδα.
Ήρθες σαν αύρα, σαν πνοή, σαν φως,
σαν ορθρινή δροσοσταλίδα.
Ήρθες! Μπροστά σου γονατίζουμε
Μάγοι φτασμένοι από τα ξένα,
και ταπεινά σε χαιρετίζουμε
τον λατρευτό μας και τον Ένα.
του δύστυχου πεσμένου ανθρώπου!
Για Σε ψαλμοί κι’ ωδές και σίβυλλες,
για σένα οι θρύλοι κάθε τόπου.
Για Σε ο Δαβίδ τη λύρα ανάκρουσε,
κι’ ο μεγαλόπνοος Ησαΐας,
πού διασκελίζοντας τα σύνορα
της Ιουδαίας και της Ασίας,
στης γης τα πέρατα το κήρυξε,
πώς θειο Παιδί για μας εδόθη,
π’ όλοι θα βρουν σ’ Αυτό την πλήρωση
οι πανανθρώπινοι μας πόθοι.
Τον ερχομό Σου, ώ! πώς τον πρόσμενε
του βράχου ό τραγικός Δεσμώτης,
όσο τα σπλάγχνα τ’ όρνιο εσπάραζε
της αδαπάνητης του νιότης!
Κι ήρθες! Δεν ήρθες μ’ αστροπέλεκα
και με βροντές και καταιγίδα.
Ήρθες σαν αύρα, σαν πνοή, σαν φως,
σαν ορθρινή δροσοσταλίδα.
Ήρθες! Μπροστά σου γονατίζουμε
Μάγοι φτασμένοι από τα ξένα,
και ταπεινά σε χαιρετίζουμε
τον λατρευτό μας και τον Ένα.
Χριστούγεννα
(Α. Κυριαζής)
Χριστούγεννα, πρωτούγεννα,
τώρα Χριστός γεννιέται
κι οπόχει μάνα κίνησε
κι όλον τον κόσμο αρνιέται.
τώρα Χριστός γεννιέται
κι οπόχει μάνα κίνησε
κι όλον τον κόσμο αρνιέται.
Στο παραγώνι του τζακιού
μια θέση που ήταν άδεια,
ευκές και γέλια γιόμισε
και στρώθηκε με χάδια.
μια θέση που ήταν άδεια,
ευκές και γέλια γιόμισε
και στρώθηκε με χάδια.
Κ’ η Παναγιά απ’ το κόνισμα
σα σπιτικιά χαιρόταν
σα μάνα καλωσόριζε
σαν στον καιρό της, όταν…
σα σπιτικιά χαιρόταν
σα μάνα καλωσόριζε
σαν στον καιρό της, όταν…
Χριστούγεννα
Όξω πέφτει αδιάκοπα και πυκνό το χιόνι,
κρύα και κατασκότεινη κι αγριωπή η νυχτιά.
Είναι η στέγη ολόλευκη, γέρνουν άσπροι κλώνοι,
μες το τζάκι απόμερα ξεψυχά η φωτιά.
κρύα και κατασκότεινη κι αγριωπή η νυχτιά.
Είναι η στέγη ολόλευκη, γέρνουν άσπροι κλώνοι,
μες το τζάκι απόμερα ξεψυχά η φωτιά.
Τρέμει στα εικονίσματα το καντήλι πλάγι
και φωτάει στη σκυθρωπή, στη θαμπη εμορφιά.
Να η φάτνη, οι άγγελοι κι ο Χριστός κι οι Μάγοι
και το αστέρι ολόλαμπρο μες στη συννεφιά!
και φωτάει στη σκυθρωπή, στη θαμπη εμορφιά.
Να η φάτνη, οι άγγελοι κι ο Χριστός κι οι Μάγοι
και το αστέρι ολόλαμπρο μες στη συννεφιά!
Κι οι ποιμένες, που έρχονται γύρω από τη στάνη
κι η μητέρα του Χριστού στο Χριστό μπροστά.
Το μικρό το εικόνισμα όλ’ αυτά τα φτάνει,
μαζεμένα όλα μαζί και σφιχτά-σφιχτά.
κι η μητέρα του Χριστού στο Χριστό μπροστά.
Το μικρό το εικόνισμα όλ’ αυτά τα φτάνει,
μαζεμένα όλα μαζί και σφιχτά-σφιχτά.
Πέφτει ακόμη αδιάκοπο κι άφθονο το χιόνι,
όλα ξημερώνονται μ’ άσπρη φορεσιά
στον αγέρα αντιλαλούν του σημάντρου οι στόνοι,
κάτασπρη, γιορτάσιμη λάμπει η εκκλησιά.
όλα ξημερώνονται μ’ άσπρη φορεσιά
στον αγέρα αντιλαλούν του σημάντρου οι στόνοι,
κάτασπρη, γιορτάσιμη λάμπει η εκκλησιά.
Τέλλος Άγρας
Χριστούγεννα της στρουγγοκαλύβας
(Κ. Κρυστάλης)
– Ολόβολη μια κερασιά ξερίζωσε ο Θανάσης.
– Τα περιβόλια, ορέ παιδί μ’ επήγες να χαλάσεις;
– Πλάνεψα ως την Τριανταφυλλιά, γύρισα όλη τη χώρα
από το γιόμα ως τώρα.
– Τα περιβόλια, ορέ παιδί μ’ επήγες να χαλάσεις;
– Πλάνεψα ως την Τριανταφυλλιά, γύρισα όλη τη χώρα
από το γιόμα ως τώρα.
– Κι ο Πλάτανος τι τόφταιγε του Θόδωρου πατέρα;
Για τήρα τον ξαπλωταριά από τον τσάρκο ως πέρα,
γι’ απόψε ο έρμος τράνευε, χόντραινε τόσα χρόνια
στον ήλιο και στα χιόνια.
Για τήρα τον ξαπλωταριά από τον τσάρκο ως πέρα,
γι’ απόψε ο έρμος τράνευε, χόντραινε τόσα χρόνια
στον ήλιο και στα χιόνια.
– Τον εύρηκα στην ποταμιά, στον πόρο του Τζοβάρα
νιός είναι, όμως τον ξέρανε παράκαιρα η κατάρα,
τ’ αστροπελέκι αυλάκωσε τη μαλακιά του φλούδα,
τόφαε τη ρίζα η σούδα.
νιός είναι, όμως τον ξέρανε παράκαιρα η κατάρα,
τ’ αστροπελέκι αυλάκωσε τη μαλακιά του φλούδα,
τόφαε τη ρίζα η σούδα.
– Α, νάτος κι ο Καρκάντζαλος, στον ώμο του έχει πάρει
και μας το φέρνει στο μαντρί χιλιόχρονο πουρνάρι
καλά τον λεν Καρκάντζαλο, τι ασυσταγιά δεν έχει,
μέρα και νύχτα τρέχει.
και μας το φέρνει στο μαντρί χιλιόχρονο πουρνάρι
καλά τον λεν Καρκάντζαλο, τι ασυσταγιά δεν έχει,
μέρα και νύχτα τρέχει.
– Ταχ’ από πού το κουβαλάει ο χριστογεννημένος;
– Δεν με φοβίζει ο Ζάλογγος, ας είναι χιονισμένος,
σαν αντρειωμένος τον πατώ, τα δέντρα όλα του παίρνω
και στο μαντρί τα φέρνω.
– Δεν με φοβίζει ο Ζάλογγος, ας είναι χιονισμένος,
σαν αντρειωμένος τον πατώ, τα δέντρα όλα του παίρνω
και στο μαντρί τα φέρνω.
– Ο Δίπλας πάλι ο μορφονιός πουθ’ έρχεται εδώ κάτου;
– Έρχεται από τα Φλάμπουρα, πόχει συγγενικά του
αυτός για τα χριστόψωμα, επήγε οχ’ την αυγούλα,
και για καμιά ξανθούλα.
– Έρχεται από τα Φλάμπουρα, πόχει συγγενικά του
αυτός για τα χριστόψωμα, επήγε οχ’ την αυγούλα,
και για καμιά ξανθούλα.
– Ρίχνετε ακόμα στη φωτιά κλαρούδια, ρίχνε Χρήστο
σ’ έκαψε κείνο το δαυλί. Γεροκαψάλη, σβύστο
Νάσο, πετάξου εσύ να ιδής τα ζωντανά στη στάνη
Και τι καιρός θα κάνει.
σ’ έκαψε κείνο το δαυλί. Γεροκαψάλη, σβύστο
Νάσο, πετάξου εσύ να ιδής τα ζωντανά στη στάνη
Και τι καιρός θα κάνει.
– Κυρ Γάκη, ξεφεγγάρωσε και με τα χιόνια τώρα
απ’ άκρη σ’ άκρη μια χαρά ασπρίζει η Βαλαώρα,
κι’ είναι μια βούβαση βαθειά στη γη, στα ουράνια πάστρα
και λάμπουν πλήθια τ’ άστρα.
απ’ άκρη σ’ άκρη μια χαρά ασπρίζει η Βαλαώρα,
κι’ είναι μια βούβαση βαθειά στη γη, στα ουράνια πάστρα
και λάμπουν πλήθια τ’ άστρα.
Τα ζωντανά μες στο μαντρί κλειστά καταλαγιάζουν,
στον τσάρκο κάπου μοναχά μικράκια αρνιά βελάζουν.
Είναι τα γρέκια τους ζεστά και τρων κλαρί τα πράτα
κομμένο οχ’ τα Ζερβάτια.
στον τσάρκο κάπου μοναχά μικράκια αρνιά βελάζουν.
Είναι τα γρέκια τους ζεστά και τρων κλαρί τα πράτα
κομμένο οχ’ τα Ζερβάτια.
– Τώρα στρωθείτε ολόγυρα παιδιά μ’ κι ακουρμαστείτε
του κόσμου ο αφέντης ο Χριστός – να μη το λησμονείτε
γεννήθηκε σε μια σπηλιά που ζωντανά μαντρίζαν,
τ’ αρνιά τον χουχουλίζαν.
του κόσμου ο αφέντης ο Χριστός – να μη το λησμονείτε
γεννήθηκε σε μια σπηλιά που ζωντανά μαντρίζαν,
τ’ αρνιά τον χουχουλίζαν.
Μες από κείνη βλόγησε κάθε βοσκού κοπάδι
και σαν απόψε αόρατος γυρνά μες το σκοτάδι
και παίρνει αράδα τα μαντριά, κοπάδια οπού φυλάνε,
ρωτώντας πως περνάνε.
και σαν απόψε αόρατος γυρνά μες το σκοτάδι
και παίρνει αράδα τα μαντριά, κοπάδια οπού φυλάνε,
ρωτώντας πως περνάνε.
Για δαύτο την Παραμονή να μην πεινάν τα πράτα,
νάχουν περίσσια τη θροφή, νάναι ζεστά, χορτάτα,
να μην τα βρίσκει ο αφέντης μας τα μαύρα παγωμένα
και νηστικά αφημένα.
νάχουν περίσσια τη θροφή, νάναι ζεστά, χορτάτα,
να μην τα βρίσκει ο αφέντης μας τα μαύρα παγωμένα
και νηστικά αφημένα.
Και τούτο ακουρμαστείτε το – δεν είναι παραμύθι –
κατόπι οχ’ μεσάνυχτα και με το πρώτο ορνίθι
στη μάντρα ένα χριστόψωμο να γλύψουν φέρτε γύρα
γαλάρια, αρνιά και στείρα.
κατόπι οχ’ μεσάνυχτα και με το πρώτο ορνίθι
στη μάντρα ένα χριστόψωμο να γλύψουν φέρτε γύρα
γαλάρια, αρνιά και στείρα.
Τι έμαθαν τον αφέντη μας απόγλυφαν στα γέννα
και το θυμούνται χρονικής, παιδιά, τα βλογημένα
κι αν δεν το γλύψουν το ψωμί την ώρα αυτή βελάζουν,
σα γνωστικά ανακράζουν.
και το θυμούνται χρονικής, παιδιά, τα βλογημένα
κι αν δεν το γλύψουν το ψωμί την ώρα αυτή βελάζουν,
σα γνωστικά ανακράζουν.
Και τώρα φέρτε τα δεντρά και το κρασί, το λάδι,
για να παντρέψω τη φωτιά, ακόμ’ αυτό το βράδυ,
τι γέρασα κ’ είναι άγνωρο του χρόνου τι με βρίσκει,
λίγη ζωή μου μνίσκει.
για να παντρέψω τη φωτιά, ακόμ’ αυτό το βράδυ,
τι γέρασα κ’ είναι άγνωρο του χρόνου τι με βρίσκει,
λίγη ζωή μου μνίσκει.
Πρώτα παντρεύω σε φωτιά, με τούτο το πουρνάρι,
οπόχει το κορμί στοιχειό και δράκο το κλωνάρι,
ωσάν αυτό χιλιόχρονη να ζας, να μη γεράζεις,
να καις παντού, να βράζεις.
οπόχει το κορμί στοιχειό και δράκο το κλωνάρι,
ωσάν αυτό χιλιόχρονη να ζας, να μη γεράζεις,
να καις παντού, να βράζεις.
Σου δίνω και τον πλάτανο με τα πλατιά τα φύλλα,
παντού ν’ απλώνεις γύρα σου και στα ψηλά καπνίλα,
να δείχνεσαι πως πάντα ζας και ζαν μαζί σου ανθρώποι
σε πόλη ή βοσκοτόπι.
παντού ν’ απλώνεις γύρα σου και στα ψηλά καπνίλα,
να δείχνεσαι πως πάντα ζας και ζαν μαζί σου ανθρώποι
σε πόλη ή βοσκοτόπι.
Τρίτα, φωτιά, την κερασιά σου δίνω συγγενάδι,
να σε φυλά’ από Παγανά ως των Φωτών το βράδυ
και με παλιό τριέτικο κρασάκι σε ποτίζω,
με λάδι σε ραντίζω.
να σε φυλά’ από Παγανά ως των Φωτών το βράδυ
και με παλιό τριέτικο κρασάκι σε ποτίζω,
με λάδι σε ραντίζω.
Από τη στρουγγοκάλυβα ποτές να μη μου λείπεις,
τι μου είσαι της χαράς ζωή και οχτρός τρανός της λύπης,
να σ’ ανακράζω να μ’ ακούς, να βάζεις, να μου κρένεις
γλυκά να με θερμαίνεις.
τι μου είσαι της χαράς ζωή και οχτρός τρανός της λύπης,
να σ’ ανακράζω να μ’ ακούς, να βάζεις, να μου κρένεις
γλυκά να με θερμαίνεις.
– Να ζήσετε χρόνια πολλά κι απίκραντα, παιδιά μου,
σαν τα ρουπάκια του Ζυγού, σαν τα βουνά του Γράμμου,
να μη σας εύρουνε ποτές τα έρημα τα γέρα!
– Να ζας και συ Πατέρα!
σαν τα ρουπάκια του Ζυγού, σαν τα βουνά του Γράμμου,
να μη σας εύρουνε ποτές τα έρημα τα γέρα!
– Να ζας και συ Πατέρα!
Κ. Κρυστάλλης
Ξημέρωναν Χριστούγεννα. Οι εκκλησιές σημαίνουν,
κουνιούνται τα καμπαναριά, κι οι φωνές που βγαίνουν
απ’ το βαθύ και δίπλα το κάθε καμπάνας στόμα,
μοιάζουν χερουβικούς ψαλμούς, σαν απ’ το ουράνιο δώμα.
Χιλιάδες τα Χριστούγεννα τα τραγουδούν οι άγγελοι,
και κάθε αχτίδα από ψηλά, που κάθε αστέρι στέλλει,
μοιάζει αγγελική ματιά. Θρησκεία! Γλυκιά μάνα,
τι όμορφη δίνεις εσύ λαλιά και στην καμπάνα,
και πόσο εκείνη η λαλιά σαλεύει την καρδιά μας!
Πόσες εκείνος ο σταυρός απ’ τα καμπαναριά μας
στην αντιλιάδα χύνοντας, τόσες χρυσές αχτίδες,
χύνει βαθιά μας στην ψυχή, γλυκές χρυσές ελπίδες!
Κ’ οι δυο εκείνες χαραυγές που οι άγγελοι κατεβαίνουν
μες’ απ’ τον ουρανό ψηλά κι έρχονται και σημαίνουν
Χριστούγεννα κι ανάσταση, ω! τι μυστήριο χύνουν.
Τι χαραυγούλες είναι αυτές, πόση ζωή μας δίνουν!
Λάμπουνε τ’ ασυγνέφιαστατα ουράνια Σα ζαφείρια,
Σαν μάτια π’ αγρυπνήσανε φέγγουν τα παραθύρια.
Χαρούμενες και σιγανές μιλιές σμίγονται γύρα,
και από κάθε θύρα που ανοίγεται,
βγάνουν μορφές γελούμενες, λουσμένες,
γλυκές , καλοντυμένες.
Κρατούν στα χέρια τους κεριά λαμπάδες .Στη ματιά τους
λάμπ’ η χαρά που νιώθουνε βαθιά μες στις καρδιά τους.
Ξημέρωσαν Χριστούγεννα! Θύρες ολούθε ανοίγουν
κι ολούθε τώρα οι Χριστιανοί στις εκκλησιές μας σμίγουν