(Ελένη Παντελοδήμου)
Σαν θα ξημερώσει η μέρα
Κει ψηλά αφού θα φτάσει,
Να πετάει κοντά στον ήλιο,
Ο ΧΑΡΤΑΕΤΟΣ
Ο μεγάλος αδερφός μου
μου ‘δωσε και το σπαγκάκι
λίγο εγώ να τον κρατώ.
Τι μεγάλο είχα καμάρι,
καθώς έβλεπα ψηλά
το χαρταετό με χάρη
να κουνάει την ουρά.
Είχε τόση περηφάνια,
τόση χάρη κι ομορφιά
κι έφαγε όλο μου το σπάγκο
στα ουράνια εκεί ψηλά.
Μα εκεί που τον κρατούσα
κι ήμουνα όλο χαρά
μπλέχτηκε με έναν άλλο
και του κόπηκε η ουρά.
Μπουμ! Και πέφτει στο χορτάρι
ο περήφανος αετός
κι ήμουν έτοιμος να κλάψω,
λες και ήταν ζωντανός.
«Και του χρόνου» λέει η μητέρα,
«να ‘σαστε καλά παιδιά
να πετάξετε και πάλι
το χαρταετό ψηλά!»
Πέρα στους λόφους τους γυμνούς
πήγαν ο Μπάμπης κι η Λενιώ,
τα κοντογειτονόπουλα,
να ρίξουν τους χαρταετούς.
Πείσμα που το
‘βαλαν τα δυοποιος θα περάσει τ’ αλλουνού.
Τραβούν καλούμπα κι οι αητοί
πήραν τους δρόμους τ’ ουρανού.
Με τα σκοινιά στο χέρι τους
λοξοκοιτιούνται κι απορούν,
που βλέπουν και τους δυο αητούς
στο ίδιο ύψος να πετούν.
Όσο να ιδούν να καλοϊδούν,
εμπλέχτηκαν κι οι δυο αητοί
κι ανεμοστροβιλίζοντας
πέσαν μπροστά τους καρφωτοί.
Τώρα ο Μπάμπης κι η Λενιώ
να τους ξεμπλέξουν δεν μπορούν,
μπερδεύουνε τα χέρια τους,
λοξοκοιτιούνται και γελούν.