(adsbygoogle = window.adsbygoogle || []).push({});
«Τις ασθενεί, και ουκ ασθενώ;»1. Ποιος, δηλαδή, ασθενεί και δεν ασθενώ, δεν συμπάσχω και εγώ μαζί του; Αυτή τη φράση του Απ. Παύλου, δικαιωματικά θα μπορούσε να την πει και ο όσιος Θεόδωρος ο Τριχινάς. Διότι αφιέρωσε όλη του τη ζωή στη διακονία των φτωχών και των άρρωστων. Ονομάστηκε Τριχινάς, διότι είχε τρίχινα φορέματα. Ή ζωή του ήταν λιτή και με πολλή εγκράτεια, προκειμένου να δίνει όσο γινόταν περισσότερα αγαθά στους πάσχοντες. Τη νύχτα ο Θεόδωρος πάντα έβρισκε χρόνο για προσευχή και μελέτη. Ζούσε μέσα σε μια κοινωνία στερημένων ανθρώπων, πού οι ανάγκες τους ήταν μεγάλες. (Συναξαριακές πηγές αναφέρουν ότι γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη, από γονείς ευσεβείς και πλούσιους, και ότι από πολύ νέος έγινε μοναχός στη Μονή πού ονομάστηκε του Τρίχινα). Γι’ αυτό παρακινούσε πολλούς πλουσίους να διαθέτουν όσα αγαθά μπορούσαν. Πολλοί άπ’ αυτούς του έδιναν αρκετά χρήματα και είδη πρώτης ανάγκης, τα όποια ο Θεόδωρος διέθετε με πολλή διάκριση. Πρώτα σ’ εκείνους πού είχαν περισσότερη ανάγκη, όπως ορφανά, φτωχές χήρες και άρρωστους οικογενειάρχες. Ευεργετούσε μέχρι και την τελευταία ήμερα της ζωής του. Έτσι, ισχύει γι’ αυτόν ο λόγος της Αγίας Γραφής, «έσκόρπισεν, έδωκεν τοις πένησιν ή δικαιοσύνη αυτού μένει εις τον αιώνα»2. Μοίρασε, δηλαδή, και έδωσε άφθονα στους φτωχούς, και ή αρετή του από τις αγαθοεργίες μένει για πάντα.
Β’ προς Κορινθίους, ια’ 29.
Ψαλμός 111ος, στιχ. 9.
Δώρον ένθεον, της εγκρατείας, σκεύος έμψυχον, της απαθείας, ανεδείχθης θεοφόρε Θεόδωρε· τον γαρ Θεόν θεραπεύσας τοις έργοις σου, των παρ’ αυτών δωρημάτων ήξίωσαι. Πάτερ Όσιε, Χριστόν τον Θεόν ικέτευε, δωρήσασθαι ημίν το μέγα έλεος.
Όλοι μαρτύρησαν στα χρόνια του βασιλιά Διοκλητιανού (284-305), και αίτια του ενδόξου μαρτυρίου τους, ο μεγαλομάρτυς και τροπαιοφόρος Γεώργιος. Και οι μεν Άγιοι Βίκτωρ, Ακίνδυνος, Ζωτικός, Ζήνων και Σεθηριανός, όταν είδαν τον Άγιο Γεώργιο να μένει άθικτος επάνω στο βασανίστηκα όργανο του τροχού, με μια φωνή και οι πέντε ομολόγησαν τον Χριστό Θεό αληθινό. ο αποκεφαλισμός τους ήταν άμεσος και έτσι πήραν το στεφάνι του μαρτυρίου. Οι δε Χριστόφορος, Θεωνάς, Καισάριος και Άντωνίνος ήταν δορυφόροι του βασιλιά. όταν λοιπόν και αυτοί είδαν τον Άγιο Γεώργιο, δια της προσευχής, να έχει αναστήσει κάποιον νεκρό Έλληνα, πέταξαν τα διάσημα του αξιώματος τους και μπροστά στο βασιλιά και το πλήθος, ομολόγησαν τον Χριστό Θεό αληθινό. Ή φυλάκιση τους ήταν άμεση. Μετά μερικές ήμερες οδηγήθηκαν μπροστά στον Διοκλητιανό και αφού τους κρέμασαν, τους ξέσχισαν και τους έκαιγαν με αναμμένες λαμπάδες. Τελικά τους έριξαν μέσα στο καμίνι της φωτιάς και έτσι πήραν το ένδοξο στεφάνι του μαρτυρίου.
Ή Ιστορία του Ζακχαίου βρίσκεται στο κατά Λουκάν Ευαγγέλιο κεφάλαιο ΙΘ Ί-10. Είναι ο γνωστός αρχιτελώνης της Ίεριχούς, πού ανέβηκε στη συκομουριά (επειδή δεν τον ευνοούσε το ύψος του) για να δει τον διερχόμενο Ιησού. ο Κύριος θαύμασε την πίστη του, διέταξε να κατεβεί από το δένδρο και να μεταβούν μαζί στο σπίτι του, αφού συγχώρησε όλα τα αμαρτήματα πού είχε διαπράξει μέχρι εκείνη τη στιγμή. Λέγεται, ότι μετά την Ανάληψη του Κυρίου, ο Ζακχαίος ακολούθησε τον Απόστολο Πέτρο, από τον όποιο και χειροτονήθηκε αργότερα Επίσκοπος Καισαρείας.
Στους Συναξαριστές δεν βρίσκουμε βιογραφικό υπόμνημα. Πολύ λίγες πληροφορίες για τη ζωή του έχουμε από άλλες πηγές. «Ότι δηλαδή ασκήτευσε στο όρος Σινά, στις αρχές του 6ου αιώνα και από το Σινά πήγε στην Αντιόχεια, όπου έγινε άποκρισιάριος της Εκκλησίας Αλεξανδρείας. όταν πέθανε ο επίσκοπος Αντιοχείας Δόμνος, λαός και κλήρος τον ανέβασαν στον επισκοπικό θρόνο Αντιοχείας (559). ο αυτοκράτορας Ίουστίνος, με πρόφαση ότι δήθεν κατασπατάλησε την εκκλησιαστική περιουσία, τον εξόρισε το 570 στα Ιεροσόλυμα, όπου παρέμεινε μελετώντας και συγγράφοντας μέχρι το 593, όταν επανήλθε στον θρόνο του, και πέθανε κατά το 599. Τώρα όσον άφορα το τέλος του, πού οι Συναξαριστές σημειώνουν μαρτυρικό, ότι δηλαδή μαρτύρησε δια ξίφους, θετικές πληροφορίες δεν έχουμε.
Μέσα στην οικογένεια του φύλαξε όλες τις αρετές, πού ή Αγία Γραφή παραγγέλει στα παιδιά. Τίμησε τον πατέρα και τη μητέρα του, υπάκουσε στα θελήματα τους έδειξε σ’ αυτούς τη μεγαλύτερη τρυφερή στοργή, πρόθυμος στο να προλαβαίνει τις επιθυμίες τους, τύπος της αγάπης και της αλληλοβοήθειας μεταξύ των άλλων αδελφών του. Αργότερα γύρισε πολλούς τόπους, προσπαθώντας να καταρτίζει τον εαυτό του πνευματικότερα και κατατάχθηκε στο μοναχικό βίο. Και εδώ, τήρησε με ακρίβεια τις υποχρεώσεις του σχήματος του. Κατόπιν Ιερός πόθος τον έφερε στην Ιερουσαλήμ, όπου προσκύνησε τους Άγιους Τόπους. Τελευταία τον δέχτηκε ή μονή του οσίου Χαρίτωνα, και αυτή είδε τους μεγάλους πνευματικούς αγώνες του. Έφυγε από τη ζωή αυτή προς τον Κύριο, γεμάτος πίστη και ελπίδα, αφού χρησιμοποίησε τη ζωή του για τη δόξα της Εκκλησίας και την αγάπη των αδελφών του.
Γεννήθηκε στη Νέα Πάτρα της Πελοποννήσου το 1305 από γονείς επιφανείς και πλούσιους. Μικρός έμεινε ορφανός από πατέρα και παραδόθηκε στην επιμέλεια του θείου του. Άλλ’ όταν κατέλαβαν την πατρίδα του οι ξένοι, αναχώρησε στη Θεσσαλονίκη και από ‘κει στο Άγιο Όρος, όπου γνώρισε τους διάσημους τότε ασκητές Γρηγόριο τον Σιναΐτη τον ήσυχαστή, Ισίδωρο τον Θεσσαλονικέα, τον ύστερα Οικουμενικό Πατριάρχη, και άλλους οσίους άνδρες, από τους οποίους διδάχθηκε την υψηλή ασκητική ζωή. Αφού επισκέφθηκε και άλλους τόπους, κατέφυγε στους Σταγούς. Εκεί επάνω στα πανύψηλα βράχια και συγκεκριμένα επάνω σε μια πέτρα την λεγόμενη Στύλο, κατοίκησε με δύο μαθητές του και έκτισε ναό. Την πέτρα εκείνη ονόμασε Μετέωρο. Επειδή όμως οι προσερχόμενοι για άσκηση πολλαπλασιάθσηκαν, ίδρυσε κοινόβιο με Ναό στο όνομα της Μεταμόρφωσης του Σωτήρα Χριστού. Εκεί λοιπόν πέρασε ασκητικά τα χρόνια του, και αφού έζησε 78 ετών, απεβίωσε ειρηνικά το 1383.
Γεννήθηκε στα μέσα του 14ου αιώνα. Πατέρας του ήταν ο δεσπότης της Ηπείρου και Θεσσαλίας Συμεών Ούρεσης (Σερβικής καταγωγής, αλλά από Ελληνίδα μητέρα). Μητέρα του ή Θωμαΐδα, θυγατέρα του δεσπότη της Ηπείρου Ιωάννη Β’ του Παλαιολόγου. ο όσιος κατά τη βάπτιση του, πήρε το όνομα Ιωάννης και είχε μεγάλη κλίση στη μοναχική ζωή. όταν πέθανε ο πατέρας του και κλήθηκε να αναλάβει τον θρόνο ο Ιωάννης σαν διάδοχος του, αυτός προτίμησε το μοναχικό ράσο, παρά τη βασιλική πορφύρα. Έτσι παραχώρησε τον θρόνο στον συγγενή του Αλέξιο Άγγελο Φιλανθρωπηνό και αυτός έκάρη μοναχός με το όνομα Ίωάσαφ, στη Μονή Μετεώρου από τον Όσιο Αθανάσιο. Ή πνευματική συνεργασία μεταξύ των δύο ανδρών υπήρξε άριστη και πολύ οικοδομητική. Λόγω όμως βαρβαρικών επιδρομών στην περιοχή εκείνη, ο Ίωάσαφ έφυγε για το Άγιο Όρος. Το 1401 επέστρεψε στο Μετέωρο και εκεί με νηστεία και προσευχή τελείωσε την επίγεια ζωή του το 1423.
Λεπτομέρειες για τη ζωή αυτής της αγίας της Ορθοδοξίας, μπορεί να βρει ο αναγνώστης στο βιβλίο «Ή εν «Ορθοδοξία Ηνωμένη Ευρώπη», του Γ.Ε. Πιπεράκη, Έκδ. «Έπτάλοφος», Αθήναι 1997.