(adsbygoogle = window.adsbygoogle || []).push({});
Ό καυτός άνεμος της Αφρικής δεν άργησε να φέρει τη διαταγή του Δεκίου, πού διέταξε ανελέητο διωγμό κατά των χριστιανών. Ή αφρικάνικη χριστιανική κοινότητα υπέστη φοβερή δοκιμασία. Μπροστά στα φρικτά βασανιστήρια, ένας μετά τον άλλο έπεφταν στην πλάνη της είδωλολατρείας. Μπροστά στο μεγάλο αυτό κίνδυνο, 40 χριστιανοί με επικεφαλής τους Τερέντιο, Αφρικανό, Μάξιμο και Πομπήιο, αποφάσισαν να αντισταθούν στους ειδωλολάτρες και να ενθαρρύνουν, έτσι, τους υπόλοιπους χριστιανούς. Παρουσιάστηκαν, λοιπόν, μπροστά στον ηγεμόνα Φουρτουνάτο και ομολόγησαν την πίστη τους στο Χριστό. Χωρίς καθυστέρηση ο ηγεμόνας διέταξε να τους βασανίσουν σκληρά. Τότε ο ένας ενίσχυε τον άλλο με τα λόγια του Κυρίου μας: «Μη φοβηθήτε από των άποκτενόντων το σώμα, την δε ψυχή ν μη δυναμένων άποκτεϊναι»1. Μη φοβηθείτε, δηλαδή, από εκείνους πού θανατώνουν το σώμα, αλλά δεν έχουν τη δύναμη να θανατώσουν την ψυχή. Όταν ο ηγεμόνας είδε ότι με τα βασανιστήρια δεν κατάφερνε τίποτα, διέταξε να τους αποκεφαλίσουν. Καί ενώ τους οδηγούσαν στον τόπο της εκτέλεσης, αυτοί έψαλλαν: Έσωσας ημάς, Κύριε, εκ των θλιβόντων ημάς και τους μισούντας ημάς κατήσχυνας»2, πού σημαίνει, μας έσωσες, Κύριε, από αυτούς πού μας θλίβουν και καταντρόπιασες αυτούς πού μας μισούν. (Ή μνήμη τους σε ορισμένους Συναξαριστές περιττώς αναφέρεται στην 23η και28η’Οκτωβρίου).
Ευαγγέλιο Ματθαίου, Γ 28.
Ψαλμός 43ος, στίχος 8.
Στρατός θεοσύλεκτος, πανευκλεών Αθλητών, στερρότητι πίστεως, εξ Αφρικής συνδρομών, γενναίως ήγώνισται σύμφρονες γαρ τη γνώμη, και τοίς τρόποις όφθέντες, σύναθλοι εν άγώσιν, άνεδείχθησαν πάντες. Καί νυν καθικετεύουσι, σώζεσθαι απαντάς.
Ή μνήμη τους συναντάται επιγραμματικά στο «Μικρόν Εύχολόγιον ή Άγιασματάριον» έκδοση «Αποστολικής Διακονίας» 1959, χωρίς άλλες πληροφορίες. Πουθενά άλλου δεν αναφέρεται ή μνήμη τους. Ίσως να είναι από τους πιο πάνω 36 μάρτυρες, πού μαρτύρησαν μαζί με τους αγίους Τερέντιο, Αφρικανό, Μάξιμο και Πομπήιο.
Ή Αγία Γραφή αναφέρει την Όλδά στο Βιβλίο Δ’ Βασιλειών κβ’15-17, έζησε στα χρόνια Ίωσίου και κατοικούσε στην Ιερουσαλήμ εν τη Μασενά.
Έζησαν και αυτοί επί του χριστιανομάχου βασιλιά των Περσών, Σαπώρ του Β’. ο πρεσβύτερος Ιάκωβος ήταν από το χωριό Φαραθά, και ο διάκονος Άζάς από το χωριό Βιθυκορά. Καταγγέλθηκαν σα χριστιανοί και άνακρίθηκαν μπροστά στον άρχιμάγο Άχοσχαργάν. Επειδή όμως παρέμειναν στην ομολογία του Χριστού, στην αρχή τους κτύπησαν σκληρά και κατόπιν τους άφησαν γυμνούς τη νύκτα, μέσα σε δριμύ και αφόρητο ψύχος. Το πρωΐ, πού μόλις άνέπνεαν, αλλά ή ζωή της πίστης διατηρούσε όλο το σφρίγος και την ακμή της στις ψυχές τους, τους ρώτησαν: – Απαρνείστε επί τέλους τον Ιησού; – Να πεθάνουμε θέλουμε γι’ Αυτόν, απάντησαν οι μάρτυρες. Τότε ο άρχοντας, διέταξε και τους αποκεφάλισαν.
Μαρτύρησαν στα χρόνια του αυτοκράτορα Δεκίου (249-251) και ηγεμόνα Φουρτουνάτου στην Αφρική. Μαζί με πολλούς άλλους μάρτυρες (40) αποφάσισαν να αντισταθούν στην προσταγή του ηγεμόνα ν’ αρνηθούν τον Χριστό. Συνελήφθησαν και αφού υπέστησαν πολλά και σκληρά βασανιστήρια, στο τέλος τους αποκεφάλισαν την ίδια μέρα με τους Τερέντιο, Αφρικανό, Μάξιμο και Πομπήιο, πού μνημονεύονται αυτή τη μέρα, αλλά και την 28η Όκτωβρίου.
(Βλέπε βιογραφία τους στους Α.Χ.Ε.Χ.)
Ό Νεομάρτυρας αυτός καταγόταν από το χωριό Όζουν Κιου-πρού (μακριά γέφυρα) της επαρχίας Άδριανουπόλεως. Έκανε το επάγγελμα του ψαρά και εργαζόταν σε κάποιο ιχθυοτροφείο της Σμύρνης. Ήλθε σε προστριβή με τον Τούρκο ιδιοκτήτη του ιχθυοτροφείου, ο όποιος τον συκοφάντησε ότι δήθεν ο Δήμος ορκίστηκε να γίνει Τούρκος. Όδηγήθηκε με ψευδομάρτυρες στον κριτή και αφού επέμενε σταθερά στην πίστη του, ρίχτηκε στη φυλακή και βασανίστηκε φρικτά με διάφορα ξύλα και άλλα μέσα. Όταν τον έβγαλαν από τη φυλακή (τρεις φορές), ο Δήμος συνεχώς ομολογούσε τον Χριστό. Τότε ο κριτής τον καταδίκασε σε θάνατο με αποκεφαλισμό, γεγονός πού συνέβη στίς 10 Απριλίου 1763, ήμερα Πέμπτη, στη Σμύρνη. Το λείψανο του Άγιου ενταφιάστηκε με τιμές στο Ναό του Αγίου Γεωργίου στη Σμύρνη. ο τάφος του έγινε προσκύνημα των πιστών, πού τους παρείχε πολλά ίάματα.
Γεννήθηκε στη Δημητσάνα της Αρκαδίας το 1745 από φτωχούς γονείς, τον Ιωάννη Αγγελόπουλο και την Ασημίνα το γένος Παναγιωτόπουλου. Το πρώτο του όνομα ήταν Γεώργιος. Έμαθε τα πρώτα του γράμματα στη Δημητσάνα από τον διδάσκαλο Ιερομόναχο Μελέτιο, θείο και ανάδοχο αυτού και από τον Ιερομόναχο Αθανάσιο Ρουσόπουλο. Κατόπιν, στα είκοσι του χρόνια, πήγε στην Αθήνα και μαθήτευσε για δύο χρόνια κοντά στον μεγάλο διδάσκαλο Δημήτριο Βόδα. Από την Αθήνα, το 1767, πήγε στη Σμύρνη και παράμεινε κοντά στον θείο του Έκκλησιάρχη Μελέτιο, παρακολουθώντας μαθήματα στην Ευαγγελική Σχολή. Στη συνέχεια έφυγε για την Πάτμο, όπου άκουσε μαθήματα φιλοσοφικής από τον Δανιήλ τον Κεραμέα. Από την Πάτμο, πήγε για λίγο σε κάποια Μονή των Στροφάδων, όπου έκάρη μοναχός με το όνομα Γρηγόριος και ξαναγύρισε στην Πάτμο. Κατόπιν, ο Μητροπολίτης Σμύρνης Προκόπιος (πού ήταν Μεσσήνιος), τον κάλεσε και τον χειροτόνησε αρχιδιάκονό του. «Οταν αργότερα έγινε Πρεσβύτερος, ήλθε στη Δημητσάνα και έδωσε δια του διδασκάλου Αγαπίου Λεονάρδου 1500 γρόσια, προκειμένου να γίνουν δωμάτια για τη στέγαση των απόρων σπουδαστών και έπειτα επέστρεψε στη Σμύρνη. Στις 19 Αυγούστου 1785 εκλέχτηκε οικουμενικός Πατριάρχης και ενθρονίστηκε την 9η Μαΐου του ίδιου χρόνου. Στόν Πατριαρχικό Θρόνο έμεινε μέχρι τον Δεκέμβριο του 1798. Επέδειξε ζήλο και δραστηριότητα για την ανύψωση της παιδείας του Γένους και την παγίωση του θρησκευτικού φρονήματος του. Ανακαινισε τα κτίρια του Πατριαρχείου, ίδρυσε μεγάλο τυπογραφείο, πού εξέδιδε κοινωφελή συγγράμματα, ένα από αυτά και ή Κιβωτός της Ελληνικής Γλώσσας. Θεωρήθηκε από την Πύλη ανίκανος να διατηρήσει την υποταγή των λαών κάτω από τον τούρκικο ζυγό, καθαιρέθηκε τον Δεκέμβριο 1798 και εξορίστηκε στο Άγιο Όρος, όπου παρέμεινε μέχρι τον Σεπτέμβριο του 1806, γενόμενος διδάσκαλος και σύμβουλος των μοναχών. Επί Σουλτάνου Σελήμ, ανακλήθηκε στον Πατρ. Θρόνο (Σεπτέμβριος 1806) και παρέμεινε μέχρι τον Δεκέμβριο του 1808. Κατά τη δεύτερη Πατριαρχία του, ο Γρηγόριος απελάθηκε και πάλι του Π.Θρόνου. Πήγε στην Πριγκηπόνησο σαν εξόριστος, ασχολήθηκε με διάφορες μελέτες και έπειτα πήγε πάλι στο «Αγιο Όρος. Στίς 14-12-1818 κλήθηκε για τρίτη φορά ο Γρηγόριος στον Οικουμενικό θρόνο, οπού παρέμεινε μέχρι 10 Απριλίου 1821. Κατά την τρίτη αυτή πατριαρχία του, ίδρυσε «κιβώτιον ελέους», αναδιοργάνωσε το Πατριαρχικό τυπογραφείο και μερίμνησε για την ανόρθωση της παιδείας, πού τότε κινδύνευε από νεοτερίζοντα φιλοσοφικά ρεύματα. Μετά την έναρξη της Ελληνικής Επανάστασης και τον θάνατο πολλών Ελλήνων επισήμων, και προβλέποντας το δικό του θάνατο να πλησιάζει, ο Γρηγόριος έμενε ατάραχος, απτόητος και πιστός στο ποιμαντικό του καθήκον, αποκρούοντας τις συνεχείς συστάσεις της Ρώσικης πρεσβείας, καθώς και των ομογενών προκρίτων στην Κων/πολή, να δραπετεύσει από ασφαλή δρόμο για το καλό του «Εθνους. Μετά την τέλεση της Πασχαλινής θείας Λειτουργίας, και κατά την 10ή πρωινή, συνελήφθη μέσα στο Πατριαρχείο από τους Τούρκους. ΟΙ δήμιοι τον οδήγησαν στις φυλακές, όπου τον υπέβαλαν σε φρικτά βασανιστήρια και τον πίεζαν να δεχτεί τον Ισλαμισμό. ο Πατριάρχης απάντησε: «Μάταια κοπιάζετε. ο Πατριάρχης των Χριστιανών, Χριστιανός γεννήθηκε και Χριστιανός θα πεθάνει». Τότε τον έβγαλαν από τη φυλακή και τον οδήγησαν δεμένο στην αποβάθρα του Φαναριού. Εκεί ο Γρηγόριος γονάτισε, έκανε το σημείο του Σταυρού και περίμενε τον αποκεφαλισμό του. ‘Αλλά κάποιος δήμιος τον κλώτσησε, τον σήκωσε επάνω και τον μετέφεραν στις Πύλες του Πατριαρχείου, όπου σε μία άπ’ αυτές, με φρικτό τρόπο τον κρέμασαν. Κατόπιν παραδόθηκε στον τούρκικο όχλο, πού αλαλάζοντας τον έσυρε μέχρι την αποβάθρα του Φαναριού. Εκεί τον παρέλαβαν οι δήμιοι, και αφού τρύπησαν όλο το σώμα του, έδεσαν στον λαιμό του ογκόλιθους και τον πέταξαν μέσα στον Κεράτιο κόλπο. Με θεία οικονομία όμως, οι ογκόλιθοι λύθηκαν και το λείψανο του Πατριάρχη εθεάθη κάτω από τις γέφυρες κοντά στον Γαλατά. Το παρέλαβε κρυφά ο πλοίαρχος Ιωάννης Σκλάβος από την Κεφαλλονιά και το μετέφερε στην Οδησσό, όπου κηδεύτηκε με αυτοκρατορικές τιμές. Το 1871 μεταφέρθηκε στην Αθήνα και εναποτέθηκε με τιμές στο ναΐσκο του Άγιου Ελευθερίου και το επόμενο έτος στον Ναό της Μητροπόλεως Αθηνών μέσα σε μεγαλοπρεπή τύμβο. Στίς 10-4-1921 αυτός ο νέος Ίερομάρτυρας της πίστης μας, διακηρύχθηκε «Αγιος από σύνοδο 25 αρχιερέων στην Αθήνα και παραμένει στη συνείδηση του «Ορθόδοξου Ελληνικού λάου φωτεινό αστέρι αυτοθυσίας για την πίστη και την Πατρίδα.
Δημητσάνης τον γόνον βυζαντίου τον πρόεδρον, και της Εκκλησίας άπάσης, γέρας θείον και καύχημα. Γρηγόριον τιμήσωμεν πιστοί, ως Μάρτυρα Χριστού πανευκλεή, ‘ίνα λάβωμεν πταισμάτων τον ‘ιλασμόν, παρά Θεού κραυγάζοντες’ Δόξα τω δεδωκότι σου ίσχύν, δόξα τω σε στεφανώσαντι, δόξα τω εν εύκλεία ουρανών, δόξασαντά σε Άγιε.
Ό Νεομάρτυρας αυτός μαρτύρησε για την πίστη του στις 10 Απριλίου 1821, κατά την ήμερα της Ανάστασης του Κυρίου, δια ξίφους. Ήταν γέρων στην ηλικία, και ο τόπος του μαρτυρίου του ή Κων/πολή.