(adsbygoogle = window.adsbygoogle || []).push({});
Φως, μέσα στο ειδωλολατρικό σκοτάδι της Ρώμης, ήταν ο Εύφράτιος και ή Ευστάθιο (επί Διοκλητιανού 284-304). ΟΙ ευσεβείς αυτοί γονείς μεταλαμπάδευσαν το φως αυτό του Ευαγγελίου και στο γιο τους Μώκιο. Γι’ αυτό από μικρή ακόμα ηλικία, ο Μώκιος είχε μεγάλο πόθο να υπηρετήσει την Εκκλησία. Και ο Θεός τον αξίωσε να εκπληρώσει τον Ιερό αυτό πόθο του. Αφού σπούδασε με ιδιαίτερη επιμέλεια τα Ιερά γράμματα και καταρτίσθηκε όπως έπρεπε στη γνώση και μετάδοση των θρησκευτικών αληθειών, σε κατάλληλη ηλικία έγινε κληρικός. Αργότερα, οι άριστες υπηρεσίες του στην Εκκλησία τον ανέβασαν στο αξίωμα του επισκόπου Αμφιπόλεως (Θράκης). Από τη θέση αυτή, ο Μώκιος εξαπέλυσε καυστικούς ελέγχους ενάντια στο ψέμα της ειδωλολατρίας. Επίσης, αγωνίστηκε πυρετωδώς να ενισχύσει την πίστη και την υπομονή των πιστών της επισκοπής του. Πάντα, βέβαια, με σκοπό «τον καταρτισμόν των αγίων εις έργον διακονίας, εις οικοδομήν του σώματος του Χριστού»1. Δηλαδή, με σκοπό να καταρτίζονται οι χριστιανοί και να επιτελείται το έργο της διακονίας, με το οποίο οικοδομείται το σώμα του Χρίστου. Ή έντονη, όμως, διακονική δράση του Μωκίου, προκάλεσε την οργή του ειδωλολάτρη έπαρχου Λαοδικίου, πού τον βασάνισε με ποικίλους τρόπους. Αργότερα, άλλος έπαρχος, ο Μάξιμος, του έσχισε τίς σάρκες και τον έριξε τροφή στα θηρία. Έβλεπε, όμως, ότι πάντα ο Μώκιος έβγαινε ζωντανός. Τότε τον έστειλε δέσμιο στο Βυζάντιο, όπου τον αποκεφάλισαν, και έτσι πήρε το στεφάνι του μαρτυρίου.
Χριστώ ιερουργών, ιερεύς ων της δόξης, θυσίαν λογικήν, και όλόκληρον θύμα, αθλήσεως άνθραξι, σεαυτόν προαενήνοχας· όθεν Μώκιε, διπλώ στεφάνω σε στέφει, ο δοξάσας σε, ως δοξασθείς σου τοίς άθλοις, Χριστός ο φιλάνθρωπος.
Δύο από τίς σπουδαιότερες προσωπικότητες της Εκκλησίας και της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας γενικότερα κατά τον 9ο αιώνα. Κατάγονταν από τη Θεσσαλονίκη και από ευγενική οικογένεια. ο πατέρας τους ήταν αξιωματούχος του Βυζαντίου στη Θεσσαλονίκη. ο μικρότερος Κωνσταντίνος (Κύριλλος) γεννήθηκε περί το 827, ενώ ο μεγαλύτερος αδελφός του Μεθόδιος το 815. Έχασαν τον πατέρα τους σε μικρή ηλικία, άλλ’ ο λογοθέτης Θεόκτιστος ανέλαβε υπό την κηδεμονία του τον Κωνσταντίνο και φρόντισε να σπουδάσει στην Κωνσταντινούπολη. Αντίθετα ο Μεθόδιος προτίμησε τον διοικητικό κλάδο και διορίστηκε «διοικητής σλαβικής τινός ηγεμονίας». Στην Κωνσταντινούπολη ο Κωνσταντίνος προφανώς μαθήτευσε κοντά στον Φώτιο και πιθανότατα τον διαδέχτηκε όταν ο Φώτιος διορίστηκε πρωτοσπαθάριος. «Ορισμένες όμως δυσάρεστες καταστάσεις, ανάγκασαν τον Κωνσταντίνο να καταφύγει στη Μονή του «Ολύμπου Βιθυνίας, όπου προηγουμένως, οικειοθελώς είχε καταφύγει και ο αδελφός του Μεθόδιος. ο Φώτιος, όταν έγινε Πατριάρχης, ανέθεσε στους δύο αδελφούς αποστολή στους Χαζάρους προς ύποστήριξιν της χριστιανικής πίστης ενάντια στον Ιουδαϊσμό και Μωαμεθανισμό. Ή αποστολή αυτή είχε μέτρια επιτυχία άλλ’ ευρύτερες και αξιόλογες συνέπειες ως προς τη γνώση της πραγματικής κατάστασης των χριστιανών της Κριμαίας. Όταν επέστρεψαν άπ’ αυτή την αποστολή τους ο μεν Μεθόδιος έγινε ηγούμενος της Μονής Πολυχρονίου, ο δε Κωνσταντίνος διορίστηκε καθηγητής της φιλοσοφίας στην πατριαρχική σχολή των Άγιων Αποστόλων. Περί το 862 κατέφθασε στην Κωνσταντινούπολη πρεσβεία από το κράτος της Μοραθίας, σταλμένη από τον ηγεμόνα Ραστισλά-6ο, πού ζητούσε Ιεραποστόλους, γνώστες της σλαβικής, πού θα κήρυτταν τον χριστιανισμό στους Μοραβούς (οι λόγοι όμως ήταν περισσότερο πολιτικοί παρά θρησκευτικοί). Το Ιεραποστολικό αυτό έργο ανατέθηκε στους δύο αδελφούς, πού ήταν και καλοί γνώστες της σλαβικής γλώσσας. ο Κωνσταντίνος εμπνεύστηκε αλφάβητο γνωστό ως γλαγολιτική, στην οποία με τη βοήθεια του αδελφού του Μεθοδίου και των μαθητών του μετέφρασε τίς Άγιες Γραφές και τα λειτουργικά βιβλία. ΟΙ Βυζαντινοί Ιεραπόστολοι έγιναν δεκτοί με ενθουσιασμό στη Μοράβια. Μάλιστα λίγο πιο πέρα, αναγκάστηκε να βαπτιστεί χριστιανός και ο Βόρις των Βουλγάρων. Παρά τίς δυσχέρειες πού παρενέβαλλαν οι Φράγκοι επίσκοποι REGENSBURG και PASSAU, το έργο των Βυζαντινών Ιεραποστόλων εύωδούτο. Δυστυχώς όμως, ο Κωνσταντίνος πέθανε την 14η Φεβρουαρίου 869 στη Ρώμη, όπου είχαν πάει μετά από πρόσκληση του Πάπα Νικολάου Α’, αφού προηγουμένως είχε γίνει μοναχός με το όνομα Κύριλλος. Τάφηκε στη Βασιλική του Άγιου Κλήμεντος. Όλο το έργο τότε έπεσε στις πλάτες του Μεθοδίου. Δυστυχώς όμως για τον Μεθόδιο ή πολιτική κατάσταση είχε αλλάξει ριζικά στη Μοράβια και εις βάρος του Ιεραποστολικού έργου. Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα να συλληφθεί ο Μεθόδιος και να φυλακιστεί σ’ ένα μοναστήρι της Βαυαρίας στον Μέλανα Δρυμό για τρία χρόνια. Απελευθερώθηκε χάρη στην επέμβαση του Πάπα Ιωάννη Η’. Κατόπιν πάλι συνάντησε δυσκολίες από τον φράγκικο κλήρο και ιδίως στη χρήση της σλαβικής γλώσσας στη Θεία Λειτουργία, για την οποία τελικά έλαβε την επικύρωση του πάπα. Μετά από πρόσκληση του αυτοκράτορα Βασιλείου Α’, ο Μεθόδιος πήγε στην Κωνσταντινούπολη (882), όπου έγινε δεκτός με εγκαρδιότητα. Έπειτα από δύο χρόνια, στίς 6 Απριλίου 884, ο Μεθόδιος πέθανε, αφήνοντας διάδοχο του τον Μοραβό μαθητή του Γοράζδο. Παρ’ όλο πού ο φράγκικος κλήρος υπονόμευσε σε μεγάλο βαθμό το έργο των δύο αδελφών, ή χρυσή εποχή της Βυζαντινής Ιεραποστολής (9ος και 10ος αιών) δημιουργήθηκε χάρη στη γονιμοποιό αυτή αναγέννηση, που αποδίδεται στις τρεις λαμπρές προσωπικότητες της Βυζαντινής Εκκλησίας, δηλαδή τον πατριάρχη Φώτιο και τους δύο αποστόλους των Σλάβων Κύριλλο και Μεθόδιο.
Των Αποστόλων είσδεξάμενοι την έλλαμψιν, των Σλάβων ώφθητε φωστήρες και διδάσκαλοι, τον της χάριτος κηρύξαντες πάσι λόγον. Άλλ’ ω Κύριλλε παμμάκαρ και Μεθόδιε πάσης βλάβης έκλυτρώσασθε και θλίψεως τους κραυγάζοντας, χαίροις ζεύγος μακάριον.
Όταν ο Μέγας Κωνσταντίνος κατέλαβε την πόλη του Βυζαντίου, την έκτισε μεγαλύτερη και την ονόμασε Κωνσταντινούπολη. Αφού τελείωσε όλο το τειχόκαστρο, τα σπίτια και τίς Ιερές εκκλησίες, αφιέρωσε αυτή στην Ύπεραγία Θεοτόκο. Κατόπιν για να ευχαριστήσει τον Θεό, για το μεγαλοπρεπές αυτό έργο, έκανε λιτανεία με τον τότε Πατριάρχη, όλο τον κλήρο και τον λαό. Όταν ανέβηκαν στον Φόρο, έστησαν εκεί οι πολίτες δικό του ανδριάντα, πού μέσα στο κεφάλι του έβαλαν τα καρφιά με τα όποια κάρφωσαν τον Χριστό. Στη βάση του ανδριάντα τοποθέτησαν τα δώδεκα καλάθια, πού μέσα είχαν μαζέψει τα περισσεύματα των πέντε άρτων, πού ευλόγησε ο Χριστός και πολλαπλασιάστηκαν. Από τότε λοιπόν ή Εκκλησία, γιορτάζει κάθε χρόνο αυτή τη γιορτή για ανάμνηση.
Της Θεοτόκου ή πόλις, τη Θεοτόκη προσφόρως, την εαυτής ανατίθεται σύστασιν εν αύτη γαρ έστήρικται διαμένειν, και δι’ αυτής περισώζεται και κραταιούται, βοώσα προς αυτήν χαίρε ή έλπίς πάντων των περάτων της γης.
Καταγόταν από τη Σμύρνη και σ’ αυτή μαρτύρησε για τον Χριστό. Ή μανία των ειδωλολατρών κατά των Χριστιανών, άναβε περισσότερο το ζήλο του για την αγία μας πίστη. Καταγγέλθηκε λοιπόν σα χριστιανός. Ομολόγησε ότι ήταν και θα μείνει αμετακίνητος στην Ιερή ομολογία του. Με την ιδέα ότι οι βαρείες φυλακίσεις θα δάμαζαν το φρόνημα του, τον έριξαν στην πιο άθλια και σκοτεινή φυλακή. Επειδή όμως και πάλι διακήρυττε, ότι μέχρι την τελευταία του πνοή θα μείνει πιστός στον Ιησού του, τον θανάτωσαν με αποκεφαλισμό.
Γεννήθηκε στην Επανομή της Θεσσαλονίκης το 1788. Παιδί ακόμα πήγε στη Θεσ/νίκη, όπου έπιασε δουλειά κοντά σ’ έναν ράφτη. Κάποτε μπήκε σε κάποιο καφενείο και με θάρρος ήλεγξε έναν αρνησίθρησκο. Τον προέτρεψε μάλιστα να μετανοήσει και να επανέλθει στον χριστιανισμό. Από την τόλμη του αυτή, πήραν αφορμή οι γενίτσαροι, συνέλαβαν τον Αργύρη, τον βασάνισαν και τον παρέδωσαν στον κριτή, πού διέταξε την άμεση φυλάκιση του. Σε κάθε προσπάθεια του κριτή, ο νεομάρτυρας παρέμενε σταθερός στη χριστιανική πίστη. Έτσι θανατώθηκε με απαγχονισμό σε ηλικία 18 χρονών, στην τοποθεσία Καμπάνι την 11η Μαΐου 1806.
Άγνωστος στους Συναξαριστές και τα Μηναία. Ή μνήμη του σημειώνεται στον Κώδικα Κρυπτοφέρης (11ου αιώνα), όπου και ή Ακολουθία του από τον Αρσένιο.
Ή όσια Ολυμπία και ή όσια Ευφροσύνη έζησαν τον ΙΓ’ αιώνα και παρέδωσαν την ψυχή τους με μαρτυρικό θάνατο στις 11 Μαΐου του 1235. Ή Ολυμπία γεννήθηκε από ευσεβείς γονείς πού καταγότανε από την Κωνσταντινούπολη. ο πατέρας της ήταν Ιερεύς και ή μητέρα της κόρη Ιερέως. Από την Κωνσταντινούπολη, άγνωστο για ποιο λόγο, έφυγαν και κατοίκησαν στην Πελοπόννησο. Σέ ηλικία δέκα ετών ή Ολυμπία έχασε τους γονείς της και οι συγγενείς της την έστειλαν στο μοναστήρι των Καρυών της Θερμής, τη σημερινή Ιερά Μονή του Αγ. Ραφαήλ, όπου ή τότε ηγουμένη Δωροθέα ήταν θεία της Ολυμπίας. Σε ηλικία 19 ετών έγινε ή Ολυμπία μοναχή και σε ηλικία 25 ετών, όταν απέθανε ή
θεία της, έγινε ηγουμένη. Έπειτα από δέκα χρόνια, στις 11 Μαΐου του 1235, πειρατές ήλθαν στη Μυτιλήνη, πήγαν στο μοναστήρι, διασκόρπισαν τις τριάντα μοναχές και όσες δεν πρόλαβαν να φύγουν, τις κακοποίησαν. Την ηγουμένη και μια γερόντισσα Ευφροσύνη τις βασάνισαν φοβερά. Την Ευφροσύνη, αφού την κρέμασαν σε δένδρο, την έκαψαν. Την Ολυμπία την έκαυσαν σ’ όλο το σώμα με λαμπάδες και έπειτα πέρασαν πυρωμένη σιδηρόβεργα στα αυτιά της και τέλος κάρφωσαν το βασανισμένο σώμα της με είκοσι καρφιά σε μια σανίδα και έτσι με τη σανίδα το ενταφίασαν μετά την αναχώρηση των πειρατών. ο βίος και το μαρτύριο των δύο τούτων αγίων γυναικών έγιναν γνωστά κατά το έτος 1959, όταν βρέθηκαν τα σεπτά λείψανα των αγίων της θερμής και έγινε γνωστή με θείες αποκαλύψεις ή Ιστορία τους, όπως και οι τάφοι με τα σεπτά λείψανα τους. Στον τάφο της αγίας «Ολυμπίας βρέθηκαν και τα είκοσι καρφιά με τα όποια την είχαν καρφώσει.
Όσίως μονάσασα των Καρυών τη Μονή εν ταύτη ένήθλησας, των πειρατών τη χειρί κτανθείσα, θεόληπτε όθεν άρτι γνωσθείσα, επινεύσει τη θεία, έδειξας Ολυμπία, την σήν άθλησιν πάσι, διό σε όσιομάρτυς Χριστού μακαρίζομεν.
(Βλέπε και 17 Ιουλίου).