(adsbygoogle = window.adsbygoogle || []).push({});
Τα πλούτη των γονέων του δε στάθηκαν ικανά να εμποδίσουν τον Ιερό πόθο του Θεοί δώρου να γίνει μαθητής του μεγάλου αθλητή της ερήμου Παχωμίου. «Αν και νεαρός στην ηλικία, είχε αξιοθαύμαστη εγκράτεια και φρόνηση, ώστε ο Παχώμιος να τον έχει σε μεγάλη υπόληψη. Εκείνο, όμως, πού διέκρινε κανείς ιδιαίτερα στο Θεόδωρο, ήταν οι πολλές του γνώσεις στα Ιερά γράμματα. Ήταν δεινός μελετητής της Αγίας Γραφής, καθώς και παλαιοτέρων συγγραμμάτων σοφών Πατέρων. ο Παχώμιος, βλέποντας την ικανότητα του Θεοδώρου, ότι ήταν «δυνατός εν ταις γραφαίς»1, δηλαδή, δυνατός ατή γνώση και την ερμηνεία των Γραφών, όρισε να διδάσκει τους υπόλοιπους αδελφούς του μοναστηριού. Στην αρχή μερικοί από αυτούς αντέδρασαν, διότι δεν ήθελαν να τους μορφώνει ένα παιδί, όπως χαρακτηριστικά έλεγαν. Ή Ικανότητα, όμως, του Θεοδώρου, θεμελιωμένη σε ταπεινό φρόνημα, κατάφερε να πείσει όλη την αδελφότητα να τον ακούει πρόθυμα. Μάλιστα, μετά από χρόνια, ομόφωνα τον εξέλεξαν ηγούμενο της Μονής, και πάντα τους υπενθύμιζε το θεόπνευστο λόγο της Αγίας Γραφής, «ταις έντολάς αυτού μελέτα δια παντός. Και ή επιθυμία της σοφίας σου δοθήσεταί σοι»2. Δηλαδή, τις εντολές του Κυρίου να μελετάς πάντοτε και ή σοφία πού επιθυμείς, θα σου δοθεί. Το Μάϊο του 360 πέθανε, και δίκαια του δόθηκε ο τιμητικός τίτλος του ηγιασμένου.
Πράξεις των Αποστόλων,ιη’ 24
Σοφία Σειράχ, στ’ 37.
Δώρον πέφηνας, άγιωσύνης, τον πανάγιον, δοξάσας Λόγον, ήγιασμένε θεόφρον Θεόδωρε· όθεν βλυστάνεις εκ θειας χρηστότητας, άγιασμόν αληθή τοις βοώσί σοι΄ Πάτερ Όσιε, Χριστόν τον Θεόν ικέτευε, δωρήσασθαι ήμίν το μέγα έλεος.
Βλέπε βιογραφία του 12 Δεκεμβρίου.
Ήταν χριστιανοί της Εκκλησίας στην Περσία. ο Αύδιησούς έπισκόπευσε στην πόλη Βηθχασχάρ και καταγγέλληθηκε από τον ίδιο τον ανεψιό του, ότι αυτός και ο Αύδάς, καθώς και άλλοι 38 χριστιανοί, διέβαλαν το Περσικό θρήσκευμα, προκειμένου να προσηλυτίζουν προς τον Ιησού Χριστό. Ανακρινόμενοι αυτοί δεν αρνήθηκαν ότι διδάσκουν τον λόγο του Θεού και το θεωρούσαν μάλιστα καθήκον τους να αποσπούν ανθρώπους από τα δίχτυα της πλάνης με τον θεμιτό τρόπο της διδασκαλίας. Τότε ο Άρσήθ, ο αδελφός του βασιλιά, διέταξε και τους έδεσαν με σχοινιά σφιχτά, τόσο, ώστε να σπάζουν τα κόκκαλά τους. Αυτό συνεχίστηκε για επτά ήμερες. Τότε ο Άρσήθ νόμισε ότι τα θάρρος τους θα είχε πέσει και τους προσκάλεσε να φάγουν είδωλόθυτα. Εκείνοι αρνήθηκαν και ενισχύθηκαν μάλιστα περισσότερο, όταν στη συντροφιά τους προστέθηκε και ο γενναίος αθλητής του Χρίστου Αύδάς, πού είχε συλληφθεί εκείνη τη στιγμή. Τότε διατάχθηκε ο αποκεφαλισμός τους και έτσι όλοι έλαβαν το αμάραντο στεφάνι της αιώνιας δόξας.
Σύμφωνα με ορισμένες πληροφορίες, ήταν Πέρσες χριστιανοί. Ομολόγησαν τον Χριστό επί βασιλέως των Περσών Σαβωρίου και τους έκαψαν ζωντανούς.
Βλέπε βιογραφία τους στις 20 Μαρτίου.
Μαρτύρησε δια ξίφους.
Μαρτύρησε αφού τον μαστίγωσαν με μαστίγιο από νεύρα βοδιών μέχρι θανάτου.
Καταγόταν από οικογένεια της Κάτω Ιταλίας, έλαβε το αξίωμα του συγκλητικού και έκανε μυστικοσύμβουλος του (εξ απορρήτων) Λέοντα του ΣΤ’. Κατόπιν έγινε μοναχός, και Πατριάρχης χειροτονήθηκε την Κυριακή της «Ορθοδοξίας του έτους 895. Διαδέχτηκε τον Αντώνιο τον Β’, πού είχε πεθάνει. Ή πρώτη πατριαρχεία του Νικολάου του Α’, πού επονομάσθηκε και Μυστικός, είχε διάρκεια μέχρι το 906. Ή αιτία της πτώσης του, δείχνει την ευσεβή και αληθινά επισκοπική θέληση του. ο βασιλιάς Λέων ο Σοφός, είχε κάνει, παρά την απαγόρευση του Πατριάρχη, τέταρτο γάμο. ο Νικόλαος όχι μόνο δεν άναγνώρισε το γάμο του βασιλιά, αλλά καθήρεσε τον ιερέα Θωμά πού τέλεσε το γάμο και αφόρισε τον βασιλιά. ο Λέων για να εκδικηθεί τον Νικόλαο, κατάφερε και τον έριξε από τον πατριαρχικό θρόνο, και διάδοχο του όρισε τον Ευθύμιο τον Α’. Δημιουργήθηκε όμως, μέγας σάλος στην Εκκλησία της Κων/πολης. Και το 911, ο αδελφός του Λέοντα, Αλέξανδρος, κατέβασε από το θρόνο τον Ευθύμιο και ανέβασε πάλι τον Νικόλαο. Πού το 913, μαζί με άλλους τέσσερις, ανέλαβε επίτροπος του ανήλικου βασιλιά Κων/νου Ζ’. Επί της πατριαρχείας του, εμποδίστηκε οριστικά ο τέταρτος γάμος, και, λέγεται, ότι έγινε ή πρώτη διάταξη του Μηνολογίου των αγίων της Ανατολικής Εκκλησίας από τον Συμεών τον μεταφραστή. Πέθανε τον Μάιο του 925.
Τον Όσιο αυτό δεν τον αναφέρει ο άγιος Νικόδημος στον Συναξαριστή του. Σώζεται όμως πλήρης Ακολουθία του οσίου αυτού στον Παρισινό Κώδικα 1575 φ. 846, ποίημα Ιωσήφ του Υμνογράφου. Από την Ακολουθία του λοιπόν μαθαίνουμε ότι ο Νεάδιος ήταν επίσκοπος (άγνωστο πού) και υπήρξε άνθρωπος πράος, άκακος, μαχητής κατά των αιρετικών και υπηρέτης των πασχόντων. Από τον θεό, λόγω των μεγάλων του αρετών, του είχε δοθεί το χάρισμα της θαυματουργίας και έτσι, μ’ όλα αυτά, έγινε στύλος της Ορθοδοξίας και παράδειγμα πίστεως.
Βλέπε βιογραφία του στις 17 Μαΐου.