• ΟΙ ΑΓΙΕΣ ΟΚΤΩ ΠΑΡΘΕΝΕΣ από την Άγκυρα της Γαλατίας ΤΕΚΟΥΣΑ, ΑΛΕΞΑΝΔΡΙΑ, ΚΛΑΥΔΙΑ, ΦΑΕΙΝΗ, ΕΥΦΡΑΣΙΑ, ΜΑΤΡΩΝΑ, ΙΟΥΛΙΑ, ΘΕΟΔΟΤΗ και ΘΕΟΔΟΤΟΣ μάρτυρας
• Η ΑΓΙΑ ΕΥΦΡΑΣΙΑ
• Ο ΑΓΙΟΣ ΣΤΕΦΑΝΟΣ Πατριάρχης Κων/πολης
• Ο ΑΓΙΟΣ ΙΟΥΛΙΑΝΟΣ η ΙΟΥΛΙΟΣ
• Ο ΑΓΙΟΣ ΘΕΟΔΩΡΟΣ Ιερομάρτυρας, Πάπας Ρώμης
• Η ΑΓΙΑ ΑΝΑΣΤΑΣΩ η εν τοις Λευκαδίου
• Ο ΟΣΙΟΣ ΜΑΡΤΙΝΙΑΝΟΣ εν τοις Άρεοβίνθου
• Η ΑΓΙΑ ΓΑΛΑΚΤΙΑ
• ΟΙ ΑΓΙΟΙ ΜΑΡΤΥΡΕΣ κληρικοί και λαϊκοί,
• Άγιος Θεοφάνης ο Νέος
(adsbygoogle = window.adsbygoogle || []).push({});
Όλοι αυτοί οι Άγιοι μαρτύρησαν στα χρόνια του αυτοκράτορα Δεκίου, τον 3ο μ.Χ. αιώνα. Ο Πέτρος ήταν από τη Λάμψακο, και όταν τον έφεραν μπροστά στον άρχοντα να θυσιάσει στην Αφροδίτη, αυτός ομολόγησε με παρρησία το Χριστό. Τότε, συνέτριψαν όλο το σώμα του με αλυσίδες και ξύλα, και έτσι παρέδωσε το πνεύμα του στο Θεό. Ο Παύλος και ο Ανδρέας ήταν από τη Μεσοποταμία, στρατιώτες του Δεκίου. Όταν πήγαν στην Αθήνα, έγιναν στρατιώτες Χριστού, και μαζί με το Διονύσιο και τη Χριστίνα, όλοι μαζί λιθοβολήθηκαν. Οι δε Ηράκλειος, Παυλίνος και Βενέδημος, ήταν από την Αθήνα. Εκεί, έδιναν σκληρό αγώνα κατά της πλάνης των ειδώλων και των φιλοσόφων που πολεμούσαν τη χριστιανική θρησκεία. Αφού, λοιπόν, τους έπιασαν και τους βασάνισαν, τελικά τους αποκεφάλισαν. Έτσι και ο Κύριος, όταν έλθει η κατάλληλη ώρα θα δώσει γι’ αυτούς τη δική Του μαρτυρία. Ποια θα είναι; Την απάντηση δίνει ο Άγιος Ιωάννης ο Θεολόγος: “Αυτή εστίν η μαρτυρία, ότι ζωήν αίώνιον έδωκεν ημίν ο Θεός” [1]. Δηλαδή, αυτή είναι η μαρτυρία του Θεού, ότι έδωσε ο Θεός σε μας τους πιστούς ζωή αιώνια.
[1]. Α’ επιστολή Ιωάννου, ε’ 11.
Απολυτίκιον. Ήχος δ’. Ο υψωθείς εν τω Σταυρώ.
Των αθλοφόρων τον οκτάριθμον δήμον, μαρτυρικοί εγκωμιάσωμεν ύμνοις, Παυλίνον Διονύσιον και Πέτρον ομού, Ανδρέαν και Βενέδιμον, τον θεόφρονα Παύλον, Ηράκλειον τον ένδοξον, και Χριστίναν την θείαν ούτοι και γαρ πρεσβεύουσιν υπέρ του κόσμου, Χριστώ τω θεώ ημών.
Κατάγονταν από την Άγκυρα της Γαλατίας, αφιερωμένες ολόψυχα στην υπηρεσία του Ευαγγελίου, ήταν από τις μεγαλύτερες υπηρέτριες και αθλήτριες της χριστιανικής πίστης. Προθυμότατες πάντοτε στα έργα του ελέους και της φιλανθρωπίας, συνεργάζονταν συγχρόνως στο να ελκύουν ειδωλολάτρισσες* στους κόλπους της Εκκλησίας. Καταγγέλθηκαν για το έργο τους και αρνήθηκαν να θυσιάσουν στα είδωλα. Τότε παραδόθηκαν από τον άρχοντα Άγκυρας Θεότεκνο στους στρατιώτες για να τις διαφθείρουν. Επειδή όμως, χάριτι Θεού, διαφυλάχτηκαν αγνές, όλες τις έπνιξαν στα βάθη της εκεί λίμνης. Ο Θεόδοτος, του οποίου η θεία ήταν μία από τις Άγιες εκείνες γυναίκες, η Τεκούσα, ανέσυρε τη νύκτα τα λείψανά τους και τα έθαψε. Ανακαλύφθηκε όμως και επειδή δεν θέλησε ν’ αρνηθεί τον Χριστό, τον αποκεφάλισαν μετά από πολλά βασανιστήρια. Και τον κάνει ακόμα αξιέπαινο το γεγονός ότι, ήταν οικογενειάρχης και άφηνε πίσω του χήρα και ορφανά.
Μαρτύρησε αφού την έπνιξαν μέσα στο βυθό της θάλασσας. Μάλλον πρόκειται για την ίδια με την προηγούμενη των οκτώ παρθένων γυναικών, που έπνιξαν στη λίμνη.
Ήταν γιος του αυτοκράτορα Βασιλείου του Μακεδόνα και της Ευδοκίας. Ο Στέφανος είχε κάνει μαθητής και σύγκελλος του μεγάλου Φωτίου, και μετά τη δεύτερη πατριαρχία αυτού κατέλαβε τον πατριαρχικό θρόνο ενώ βασίλευε ο αδελφός του Λέων ο Σοφός το έτος 886. Ο Πατριάρχης Στέφανος ο Α’ ήταν άνδρας βαθειάς ευσέβειας. Όταν κάποτε αρρώστησε βαρειά και θεραπεύτηκε, αφού έκανε χρήση αγιάσματος της Ζωοδόχου Πηγής, ευγνωμονώντας δώρισε στο ναό της τα πολυτιμότατα άμφια του, με τα οποία, αφού κατάλληλα μετασκεύασε, περιέβαλλε την αγία τράπεζα του ναού εκείνου κατά την ημέρα της ύψωσης του Τιμίου Σταυρού. Τους συγγενικούς του βασιλικούς δεσμούς, χρησιμοποίησε όσο μπορούσε για τη βοήθεια των πτωχών. Πέθανε το Μάιο του 893. Πιθανόν θεωρείται, ότι επί της πατριαρχείας του εκδόθηκε το πρώτο Σύνταγμα των επισκόπων του Οικουμενικού Θρόνου.
Μαρτύρησε αφού θανατώθηκε συρόμενος μέσα σε αγκάθια βάτου.
Οι Συναξαριστές γράφουν ότι θανατώθηκε ξεώμενος. Αυτός έγινε επίσκοπος Ρώμης επί Κώνσταντος του Β’ κατά το 642 και πέθανε το 649. Υπάρχει όμως αμφιβολία αν αυτός υπήρξε ιερομάρτυρας, διότι στον κατάλογο των Παπών ούτε ο Θεόδωρος ο Α’ ούτε ο Θεόδωρος ο Β’ (897), που επισκόπευσε 20 μόνο ημέρες με τον Στέφανο τον ΣΤ’ και Ρωμανό, αναγράφονται μεταξύ των Αγίων.
Απεβίωσε ειρηνικά.
Απεβίωσε ειρηνικά.
Η μνήμη της αναφέρεται επιγραμματικά στο “Μικρόν Ευχολόγιον ή Αγιασματάριον” έκδοση “Αποστολικής Διακονίας” 1959, χωρίς άλλες πληροφορίες. Πουθενά άλλου δεν αναφέρεται η μνήμη της.
που ο ασεβής αυτοκράτορας Ουάλλης τους έβαλε μέσα σ’ ένα πλοίο και στη συνέχεια τους έκαψε μέσα σ’ αυτό, κοντά στη Δακυβίζη ή Δακυμίζη. Η μνήμη τους κατά τον Συναξαριστή Delehaye και κατά τον Κώδικα 53 της Μονής Βλατεών.
Ο Άγιος Θεοφάνης καταγόταν από τη Λευκωσία και έζησε στα χρόνια της Ενετοκρατίας. Εξελέγη Επίσκοπος Σολέας, αλλά μετά από ένα σοβαρό επεισόδιο μεταξύ αυτού και του Οικονόμου της Μητροπόλεως, αποφάσισε να παραιτηθεί του θρόνου. Συγκεκριμένα μια μέρα ο Επίσκοπος Θεοφάνης κάλεσε τον Οικονόμο και τον επέπληξε για κάτι, αλλά εκείνος τόσο πολύ θύμωσε με αυτή την παρατήρηση, που ασεβώς χειροδίκησε κατά του επισκόπου του. Τότε ο άγιος αναχώρησε για το μοναστήρι του Μέσα Ποταμού. Προτού όμως αναχωρήσει για το μοναστήρι αυτό, έζησε βίο ησυχαστικό στη Μονή Παναγίας της Αρκάς, πλησίον της κοινότητος Μηλικουρίου. Στο Μοναστήρι του Τιμίου Προδρόμου στον Μέσα Ποταμό πέρασε τα υπόλοιπα χρόνια της ζωής του ασκητικά και οσιακά. Έμενε σε ένα σπήλαιο το οποίο βρισκόταν σε αρκετά μεγάλο ύψος από τα κελιά του μοναστηριού, το οποίο μέχρι σήμερα ονομάζεται «Κελλί του Γούμενου». Μετά την κοίμηση του αγίου οι κάτοικοι του παλιού οικισμού της «Τζεράμης» έκτισαν εκκλησία στο όνομά του. Όταν ανοίχθηκε ο τάφος τού οσίου μετά από την κοίμηση του, το λείψανο του ευωδίαζε. Το άγιο του λείψανο μεταφέρθηκε στο καθολικό της μονής. Παλαιά εικόνα του αγίου του 1679, έργο του Λεντίου ιερομονάχου εκ Λεμεσού, ανευρέθη υπό του Πανιερωτάτου Μητροπολίτου Μόρφου κ. Νεοφύτου στην κοινότητα Τριών Ελιών Μαραθάσας και τώρα φυλάγεται στην προσωρινή έδρα της Ιεράς Μητροπόλεως Μόρφου στην Ευρύχου.