(adsbygoogle = window.adsbygoogle || []).push({});
Ή κωμόπολη Παναπέα της Αιγύπτου ήταν ή γενέτειρα των δύο συζύγων, του Τιμοθέου και της Μαύρας. ο Τιμόθεος, με τη συγκατάθεση της Μαύρας, έγινε Ιερέας και εκτελούσε την Ιερατική του διακονία με θερμότατο ζήλο. Αυτό, όμως, προξένησε μεγάλη ανησυχία στους ειδωλολάτρες, και τον κατήγγειλαν στον αδίστακτο ειδωλολάτρη έπαρχο Άρριανό. Αυτός απείλησε και διέταξε τον Τιμόθεο να κάψει δημόσια τα Ιερά του βιβλία. Ή απάντηση πού έδωσε ο Τιμόθεος ήταν απάντηση πραγματικού Ιερέα, με αυταπάρνηση. «Αδύνατο, είπε, είναι, έπαρχε, να τα κάψω. Τα βιβλία αυτά είναι για μένα τα ιερά πνευματικά μου όπλα και εφόδια. Και καθώς ο στρατιώτης στη μάχη δεν παραδίδει τα όπλα του στον εχθρό, διότι αλλιώς θεωρείται νικημένος, λιποτάκτης, έτσι και εγώ δεν μπορώ να σου τα παραδώσω. Δίνω τη ζωή μου, αλλά τα ιερά μου βιβλία δεν τα παραδίδω. Κάνε ό,τι νομίζεις». Εξαγριωμένος από την απάντηση ο Άρριανός, διέταξε να τον βασανίσουν ανελέητα. Πράγματι, με τροχό του έσχισαν τις σάρκες και του έσπασαν τα κόκαλα. Όταν το έμαθε αυτό ή γυναίκα του Μαύρα, με πόνο στην καρδιά, αλλά και ευτυχία, τον συνάντησε, του έδωσε θάρρος, αλλά και ή Ίδια ομολόγησε την πίστη της, μπροστά στον αδίστακτο έπαρχο. Όποτε αυτός, μανιασμένος, διέταξε και τους θανάτωσαν με σταυρικό θάνατο. Έτσι, τα στεφάνια του γάμου τους μετατράπηκαν σε στεφάνια αιώνιας δόξας.
Ως ζεύγος όμόζυγον, και ξυνωρίς θαυμαστή, Τιμόθεε πάνσοφε, και Μαύρα νύμφη Χριστού, ένθέως ήθλήσατε’ σύμμορφοι γαρ όφθέντες, των παθών του Κυρίου, δόξης ακατάλυτου, ήξιώθητε άμφω, πρεσβεύοντες τω Σωτήρι, υπέρ των ψυχών ημών.
Έζησαν στα χρόνια του βασιλιά Διοκλητιανού (302) και για την πίστη τους στον Χριστό υπέμειναν πολλές βρισιές και μαστιγώσεις από τους στρατιώτες της πόλης Αφροδισίας της Καριάς (χώρα της Μ. Ασίας, πού καταλάμβανε την νοτιοδυτική γωνία της, απέναντι του χώρου μεταξύ των νησιών Σάμου και Ρόδου). Τελικά λιθοβολήθηκαν από τους ίδιους και έτσι παρέδωσαν την ψυχή τους στον στεφανοδότη Θεό.
Έζησε στα τέλη του 9ου και τις αρχές του 10ου μ.Χ. αιώνα. Καταγόταν από την Κων/πολη, και οι γονείς του, άνθρωποι ευσεβείς, είχαν ασπασθεί τον μοναχικό βίο μαζί με τα δύο τους παιδιά Παύλο και Διονύσιο. Αργότερα, τους ακολούθησαν και τα δύο μικρότερα, Πέτρος και Πλάτων. ο Πατριάρχης Νικόλαος ο Α’, εκτιμώντας τα σπάνια πνευματικά χαρίσματα του Πέτρου, θέλησε να τον κάνει επίσκοπο Κορίνθου. ο Πέτρος αρνήθηκε και τότε ο Νικόλαος πρότεινε τον αδελφό αυτού Παύλο, μαζί με τον οποίο κατέβηκε στην Κόρινθο και ο Πέτρος, όπου και ησύχαζε. Άλλ’ όταν πέθανε ο επίσκοπος «Αργούς, οι Αργείοι και οι Ναύπλιοι, ήλθαν σ’ αυτόν – πού ή φήμη της πνευματικότητας του είχε εξαπλωθεί σ’ όλη την Πελοπόννησο – και τον παρακάλεσαν θερμά ν’ αναλάβει την επισκοπή τους. ο Πέτρος δέχτηκε με πολλή βία. Όταν όμως ανέλαβε, έγινε υπόδειγμα τέλειου πνευματικού ποιμένα. Φάνηκε προστάτης των ορφανών και χηρών, ελεήμων, δίνοντας με απλοχεριά όλα του τα υπάρχοντα στους φτωχούς και πεινασμένους, ελευθέρωνε αιχμαλώτους και άλλα πολλά. Έζησε 70 χρόνια και πέθανε ειρηνικά μετά το 920. Αξίζει ν’ αναφέρουμε, ότι ο άγιος Πέτρος έκανε πολλά θαύματα μετά το θάνατο του, δια του μύρου πού έβγαινε από τον τάφο του.
Πέτρα άρρηκτος, της Εκκλησίας, ποιμήν άριστος, πόλεως ΄Αργους, ανεδείχθης Ίεράρχα πανεύφημε. Ως ούν πιστός οικονόμος της χάριτος, παντοίων νόσων ημάς ελευθέρωσαν, Πέτρε Όσιε, Χριστόν τον Θεόν αιτούμενος, δωρήσασθαι ημίν το μέγα έλεος.
Μαρτύρησαν δια πυρός.
Ήταν μωαμεθανός στο θρήσκευμα και υπηρετούσε στην Κωνσταντινούπολη σαν γραφέας του «δευτεράρη», επικαλούμενος Πατσουρούνης. Στο σπίτι του είχε σαν υπηρέτρια κάποια χριστιανή Ρωσίδα, στην οποία επέτρεπε να τελεί ελεύθερα τα θρησκευτικά της καθήκοντα στους ναούς. ο ίδιος βαπτίσθηκε κρυφά και έγινε χριστιανός. Σε κάποια επίσημη συζήτηση, πού έγινε με μορφωμένους μωαμεθανούς, ισχυρίστηκε ότι ή μόνη αληθινή θρησκεία είναι ή Χριστιανική και ομολόγησε την πίστη
του στον Χριστό. Τότε καταγγέλθηκε στις τούρκικες αρχές, συνελήφθη και απαγχονίστηκε στις 3 Μαΐου 1682 στο Κεάτχανε Μπαξέ της Κων/πολης. Το μαρτύριο του συνέγραψε ο Ί. Καρυοφύλλης. Στο Μικρό Ευχολόγιο, στον Συναξαριστή του Αγίου Νικόδημου και στο Αγιολόγιο του Σ. Εύστρατιάδη, ή μνήμη του Αγίου αυτού αναφέρεται την 24η Δεκεμβρίου.
Υπάρχει κάποια σύγχυση σχετικά με τα βιογραφικά του στοιχεία. Τα σχετικά επικρατέστερα είναι, ότι έζησε στα τέλη του 10ου αιώνα (995 μ.Χ.). Μελέτησε όλους τους Πατέρες της Εκκλησίας και αναδείχτηκε άριστος ερμηνευτής των αγίων Γραφών. Συγχρόνως συνέγραψε Ερμηνείες στις Πράξεις των Αποστόλων, στις 14 Επιστολές του Παύλου και στις 7 Καθολικές. Έτσι αφού εκτιμήθηκε από τους συγχρόνους του για το άμεμπτο ήθος του και τη μεγάλη εξωτερική του μόρφωση προκρίθηκε για τον επισκοπικό θρόνο της Τρίκκης (στη Θεσσαλία), τον οποίο κόσμησε σαν καλός Ποιμένας και του Αρχιποιμένα Χριστού μαθητής, και απεβίωσε ειρηνικά.
του εν τω Στειρίω της Ελλάδος.
Γεννήθηκε στην Καλαμάτα της Πελοποννήσου το 291. ΟΙ γονείς της ονομάζονταν Νικόλαος και Δέσποινα, ήταν ευσεβείς χριστιανοί και κατάγονταν από τα ανατολικά μέρη της Ιταλίας. Εξ αιτίας όμως των συνεχών και σκληρών διωγμών κατά των Χριστιανών στα’ χρόνια εκείνα, κατέφυγαν στην Καλαμάτα και εγκαταστάθηκαν σε κάποιο αγρόκτημα, έξω από την πόλη, διότι ο πατέρας της ήταν γεωργός. ‘Από μικρή ή Ξενία στόλιζε την ψυχή της με νηστείες, εγκράτεια, σιωπή, τακτική προσευχή, σεμνότητα ομιλίας, δάκρυα και αγρυπνίες. Επίσης βοηθούσε με όλη της τη δύναμη τους φτωχούς, τις χήρες και τα ορφανά. ο έπαρχος της Καλαμάτας Δομετιανός, όταν κάποτε τη συνάντησε τυχαία, θαμπώθηκε από την ομορφιά της και θέλησε να την κάνει γυναίκα του. Άλλ’ ή Ξενία αρνήθηκε σθεναρά ν’ αλλάξει την πίστη της και να γίνει γυναίκα ειδωλολάτρη άρχοντα. Τότε ο Δομετιανός τη βασάνισε με τον πιο φρικτό τρόπο, και όταν είδε ότι δεν μπορούσε να αλλάξει το φρόνημα της, τελικά την αποκεφάλισε στις 3 Μαΐου του έτους 318 μ.Χ. Μετά τον θάνατο της ή Αγία – με τη χάρη του Θεού – επετέλεσε πολλά θαύματα. (Ή Άγια αυτή δεν αναφέρεται στους Συναξαριστές).
Ή μνήμη του αναφέρεται μόνο στο Ιεροσολυμιτικό Κανονάριο σελ. 88 και γιορτάζεται στη Γεωργία της Ρωσίας την 3η Μαΐου.
ηγούμενος της Μονής του Σπηλαίου και αρχηγός της Ρώσικης Κοινοβιακής ζωής (+ 1074)