(adsbygoogle = window.adsbygoogle || []).push({});
Ή πρώτη εμφάνιση του Τιμίου Σταυρού έγινε στο Μεγάλο Κωνσταντίνο, με το θριαμβευτικό έμβλημα της νίκης: «εν τούτω νίκα». Εδώ έχουμε μια άλλη εμφάνιση, πού έγινε στην Ιερουσαλήμ, περίπου το 346 μ.Χ. Τότε αρχιεπίσκοπος Ιεροσολύμων ήταν ο Κύριλλος και βασιλιάς ο Κωνσταντίνος, γιος του Μεγάλου Κωνσταντίνου. Ή εμφάνιση αυτή έγινε στις 7 Μαΐου. Ήταν ή ώρα (βυζαντινή) τρίτη, όταν ξαφνικά στον ουρανό φάνηκε ο Τίμιος και Ζωοποιός Σταυρός, σχηματισμένος από εκθαμβωτικό φως, πάνω από το Γολγοθά, μέχρι και το όρος των Ελαίων. Το υπερφυσικό αυτό θέαμα προκάλεσε μεγάλο θαυμασμό και συγκίνηση σε όλους τους ευρισκόμενους στην Ιερουσαλήμ. Νέοι και γέροι, γυναίκες και παιδιά, όλοι μαζί, έτρεξαν στην εκκλησία και με πολλή χαρά και θερμή κατάνυξη ευχαρίστησαν και δόξασαν το Θεό, τον Κύριο μας Ιησού Χριστό, πού αγίασε το ξύλο του σταυρού και κατέστησε το σημείο αυτού ισχυρότατο όπλο των αγωνιζόμενων χριστιανών κατά του διαβόλου.
Του Σταυρού σου ο τύπος, νυν υπέρ ήλιον έλαμψεν, όνπερ εξ όρους αγίου, τόπω Κρανίου έφήπλωσας, και την εν αυτώ Σώτερ ίσχύν έτράνωσας, δια τούτου κρατύνας, και τους πιστούς βασιλείς ημών ους και περίσωζε δια παντός εν ειρήνη, πρεσβείαις της Θεοτόκου Χριστέ ο Θεός, και σώσον ημάς.
Καταγόταν από την Καππαδοκία και έζησε στα τέλη του 3ου μ.Χ. αιώνα. Έλαμψε και αυτός μεταξύ των απειραρίθμων ηρώων της χριστιανικής πίστης, στον διωγμό κατά της Εκκλησίας επί Γαλερίου Μαξιμιανού. Υπηρετούσε στις στρατιωτικές τάξεις, και είχε διοικητή τον εκατόνταρχο Φήρμο. Κάποια μέρα αυτός, με ανωτέρα διαταγή, ανέκρινε τους στρατιώτες του για να εξακριβώσει, πόσοι και ποιοι απ’ αυτούς ήταν χριστιανοί. Μεταξύ αυτών πού ομολόγησαν το Χριστό, ήταν και ο Ακάκιος. ο Φήρμος προσπάθησε να τον μεταπείσει, άλλ’ ο Ακάκιος απάντησε μεγαλόφωνα: «Εγώ χριστιανός γεννήθηκα, και είμαι και θα είμαι. Διότι έτσι με διατάσσει και έτσι το θέλει ο Κύριος Ιησούς Χριστός. Και καυχώμαι μάλιστα, πού κατάγομαι από γενιά χριστιανική». ο Φήρμος τότε, τον έστειλε στον ανθύπατο Βιβιανό. Αυτός προσπάθησε με πολλούς και διαφόρους τρόπους – καλούς και σκληρούς- να αλλαξοπιστήσει τον Ακάκιο. Μάταια όμως. Τον έστειλε τότε στην πιο σκοτεινή φυλακή του Βυζαντίου, αφού ανελέητα τον μαστίγωσε. Άλλα και πάλι δεν κατάφερε τίποτα. Κατόπιν, ανέλαβε τον Ακάκιο ο ανθύπατος Φλακκίνος. Αυτός στην αρχή τον φυλάκισε, άλλ’ όταν είδε την άκαμπτη εμμονή του, διέταξε και τον αποκεφάλισαν. Ήταν ο Ακάκιος τότε 25 χρονών.
Έζησε στα χρόνια των βασιλέων Δεκίου (249-251) και Ουαλεριανού (251-259) στη Νικομήδεια. Συνελήφθη σαν Χριστιανός, οδηγήθηκε στον ανθύπατο Περίνιο και όταν τον ανέκρινε, ο Κοδράτος, ομολόγησε με θάρρος ότι είναι χριστιανός. Τότε τον άπλωσαν κατά γης, τον μαστίγωσαν με μαστίγια από νεύρα βοδιών και αιμόφυρτο τον έριξαν στη φυλακή. Από τη Νικομήδεια, με προσταγή του ανθύπατου, μεταφέρθηκε στη Νίκαια, όπου δι’ αυτού πολλοί πίστεψαν στον Χριστό και θανατώθηκαν άλλοι με φωτιά και άλλοι με μαχαίρια. Εκεί αφού τον κρέμασαν, έγδαραν τις σάρκες του, τον μαστίγωσαν και τον έστειλαν στην Άπάμεια, όπου και εκεί υπέστη πολλά και ποικίλα μαρτύρια. Από εκεί ο ανθύπατος τον οδηγούσε δέσμιο στην Καισαρεία. Στο δρόμο, πολλές φορές προσπάθησε να πείσει τον Κοδράτο να προσφέρει θυσία στους θεούς, αλλά ο μάρτυρας παρέμεινε άκαμπτος στην πίστη του. Τότε κοντά στην Ερμούπολη, διέταξε να τον βάλουν επάνω σε πυρακτωμένη σχάρα και έπειτα τον αποκεφάλισαν. Γίνεται δε ή σύναξη του κοντά στην Ξηροκίρκου.
Μαρτύρησαν δια ξίφους στην Καισαρεία (της Καππαδοκίας), την εποχή πού ο ανθύπατος Νικομήδειας Περίνιος, οδηγούσε εκεί τον μάρτυρα Κοδράτο.
Έλαμψε στα χρόνια της σκληρής πάλης για τίς άγιες εικόνες. Ασκητικότατος στη ζωή, είχε φοβερό ψυχικό σθένος και μεγάλη τόλμη. Ή εμφάνιση του κλόνιζε τους αντιπάλους και στερέωνε τους φίλους και ομόδοξους. ΟΊ εικονομάχοι αυτοκράτορες τον καταδίωξαν. Έτσι πέρασε πολλές περιπέτειες, τίς όποιες υπερνίκησε και κατέβαλε. Μετά από κάθε διωγμό επανερχόταν ορμητικότερος. Επίσης ήταν προικισμένος και με θαυματουργική χάρη. ο θάνατος τον βρήκε όρθιο στο στάδιο των Ιερών αγώνων και τον έφερε στα αθάνατα σκηνώματα των δικαίων.
Έζησε στα σκληρά, αλλά ένδοξα χρόνια των διωγμών πού υπέστη ή Εκκλησία από τους ειδωλολάτρες. Πιστός γνήσιος, πήρε στους ώμους τον σταυρό του, κήρυττε παντού τον Χριστό και έφερε σ’ Αυτόν πολυάριθμους ειδωλολάτρες. Γι’ αυτό διώχτηκε και ταλαιπωρήθηκε. Πέρασε δε τη ζωή του μέσα σε διαρκεί κίνδυνο και μάχη. Τέλος έπεσε, αφού λιθοβολήθηκε από φανατικούς ειδωλολάτρες και έτσι φόρεσε το αμάραντο στεφάνι του μαρτυρίου.
Ή μνήμη του αναφέρεται στον Συναξαριστή Delehaye στις 8 Μαΐου και οτον Λαυρωτικό Κώδικα Ι 70 φ. 2176 στις 7 Μαΐου με το ακόλουθο υπόμνημα: «Ούτος ο άγιος πατήρ ημών εκ βρέφους σκεύος εκλογής και ανάθημα γέγονε, σκληραγωγία, νηστεία, προσευχή, δάκρυσι, χαμευνία εαυτόν εκδώσας και πάση κακουχία και ταλαιπωρία και δια την άκραν αυτού αρετήν ήξιώθη θαυματουργιών μεγίστων εκ Θεού, δαίμονας αποσοβείν, νεκρούς έγείρειν, λεπρούς καθαίρειν, πάθη ανίατα θεραπεύειν και απλώς πάσαν νόσον και πάσαν μαλακίαν ίώμενος· και εν τούτοις τοις άγαθοΐς πάσιν έπαγωνιζόμενος μετά μικρόν νοσήσας και προεγνωκώς την αυτού προς Θεόν έκδημίαν προς Κύριον, απήλθε χαριεντιζόμενος μετά των αγίων αγγέλων, των λαβόντων αυτού την τιμίαν ψυχήν».
Βλέπε βιογραφία του 21 Μαΐου.
(Σ’ άλλους Συναξαριοτές, Deleyaye σ. 406, κατά την 19η Ιανουαρίου, «επάνοδος του λειψάνου του εν αγίοις πατρός ημών Ευθυμίου»).