(adsbygoogle = window.adsbygoogle || []).push({});
«Ευαγγελικός προφήτης» ονομάστηκε ο προφήτης Ησαΐας από τους Πατέρες της Εκκλησίας, και το βιβλίο των προφητειών του, «κατά Ησαΐαν Εύαγγέλιον». Διότι με καταπληκτική ακρίβεια προφητεύει την έλευση του Σωτήρος Χριστού, τα πάθη Του και τη θριαμβευτική αιώνια βασιλεία Του. Είναι ο πρώτος μεταξύ των τεσσάρων μεγάλων προφητών της Παλαιάς Διαθήκης. Γεννήθηκε στην Ιερουσαλήμ το 774 και πέθανε το 690 π.Χ. Πατέρας του ήταν ο Άμώς. Προφήτευσε όταν βασιλείς ήταν οι Όζίας, Ίωάθαμ, «Αχαζ και Έζεκίας. ο Ησαΐας, εκτός από προφητείες, αναφέρει και περί μετανοίας: «Ζητήσατε τον Κύριον και εν τω εύρίσκειν αυτόν έπικαλέσασθε ήνίκα δ’ αν έγγίζη ημίν, άπολιπέτω ο ασεβής τας οδούς αυτού και άνήρ άνομος τας βούλας αυτού και έπιστραφήτω επί Κύριον, και έλεηθήσεται, ότι επί πολύ αφήσει τας αμαρτίας υμών»1. Δηλαδή, αναζητήστε τον Κύριο με προθυμία, και όταν τον βρείτε, επικαλεσθείτε με πίστη τη βοήθεια του. Όταν δε ο Κύριος σας πλησιάζει, ο ασεβής ας εγκαταλείψει τους αμαρτωλούς του δρόμους και ο παράνομος άνθρωπος ας επιστρέψει με μετάνοια προς τον Κύριο. Και τότε ο Κύριος θα τον ελεήσει, διότι σε μεγάλη έκταση θα συγχωρήσει τίς αμαρτίες εκείνου και όλων σας.
1. Ησαΐας, νε’ 6,7.
Ως σάλπιγξ πανεύσημος, μεγαλοφώνω φθογγή, τω κόσμω προήγγειλας, την παρουσίαν Χριστού, Προφήτα θεσπέσιε· συ γαρ του Παρακλήτου, έλλαμφθείς τη δυνάμει, κάλαμος όξυγράφος, των μελλόντων έδείχθης· διό σε Ησαΐα, ύμνοις γεραίρομεν.
Έζησε στα χρόνια του αυτοκράτορα Δεκίου. Το παρουσιαστικό του, φαίνεται ότι ήταν υπερβολικά άσχημο, διότι ανήκε σε φυλή ανθρωποφάγων. Συνελήφθη όμως αιχμάλωτος άπ’ τους Ρωμαίους, και επειδή κατά βάθος είχε αγαθή προαίρεση, ο άγριος εκείνος δεν άργησε να αναδειχτεί ανθρωπινότερος από τους πολιτισμένους, αλλά και αιμοδιψείς τότε κυρίους του. ο Ρέπροβος – έτσι ονομαζόταν ο αιχμάλωτος άγριος – δέχτηκε τη χριστιανική διδασκαλία, βαπτίστηκε και μετονομάστηκε Χριστόφορος. Κάποια μέρα λοιπόν, είδε χριστιανούς πού τους κακοποιούσαν ειδωλολάτρες. Αγανακτισμένος, έκανε αυστηρές παρατηρήσεις προς αυτούς. Μετά βίας διέφυγε τη σύλληψη, χάρη στο γιγαντιαίο και ρωμαλαΐο ανάστημα του, πού προκάλεσε φόβο στους κακοποιούς. Τότε οι άλλοι χριστιανοί, τον συμβούλεψαν να φύγει σε ακατοίκητα μέρη, διότι αργότερα οι ειδωλολάτρες σίγουρα θα τον συνελάμβαναν. Πράγματι ή καταγγελία έγινε, και ένα απόσπασμα στρατιωτών ξεκίνησε να τον βρει και να τον συλλάβει. Μετά από πολλές μέρες, αποκαμωμένοι και νηστικοί τον βρήκαν. Επειδή όμως δια της προσευχής κατάφερε με ένα ξεροκόμματο ψωμιού να χορτάσει όλους τους στρατιώτες, κατόρθωσε και τους έκανε όλους χριστιανούς. Αργότερα ο Χριστόφορος έπεσε στα χέρια του Δεκίου, όπου μετά από σκληρά βασανιστήρια τον αποκεφάλισε. Έτσι, ο άλλοτε άγριος στη μορφή, με την πίστη του στο Χριστό, ανυψώθηκε σε άγιο και μεγαλομάρτυρα.
Στολαίς ταις εξ αίματος, ώραϊζόμενος, Κυρίω παρίστασαι, τω Βασιλεί ουρανών, Χριστόφορε άοίδιμε· όθεν συν Ασωμάτων, και Μαρτύρων χορείαις, άδεις τη τρισαγίω, και φρικτή μελωδία· διό τοις ικεσίαις ταις σαις, σώζε τους δούλους σου.
Πόρνες πού στάλθηκαν από τον βασιλιά Δέκιο, για να δελεάσουν και να ελκύσουν στην ειδωλολατρία τον μάρτυρα Χριστόφορο. Πίστεψαν όμως στον Χριστό δια του Άγιου Χριστόφορου και μαρτύρησαν, αφού θανατώθηκαν με σούβλες πού διαπέρασαν από τα πόδια μέχρι τους ώμους τους.
Ή ζωή του οσιομάρτυρα αυτού, πού άθλησε στη Θεσσαλία, είναι πολύ συγκεχυμένη, γενική και χωρίς τεκμηριωμένα Ιστορικά στοιχεία, όπως τουλάχιστον φαίνεται από την Ακολουθία του (έκδοση 1930 από τον Θεσσαλιώτιδος Ιεζεκιήλ σ. 37). Σύμφωνα με τον ανώνυμο βιογράφο του, καταγόταν από την Ανατολή και ήταν στρατιωτικός. Προβιβάστηκε σε Δούκα από τον βασιλιά, εστάλη στη Θεσσαλία και απέτυχε. Έγινε μοναχός στο όρος της Βουνένης (αρχαία πόλη της Θεσσαλίας), αλλά σε μια από τις επιδρομές των Άβάρων (πότε;) αιχμαλωτίσθηκε και αποκεφαλίστηκε, επειδή δεν θέλησε να έξωμόσει. Πότε έγιναν αυτά, άγνωστο. ο εκδότης της Ακολουθίας του, Θεσσαλιώτιδος Ιεζεκιήλ, στον πρόλογο του προσπαθεί να βρει τα ίχνη της εποχής της αθλήσεως του, αλλά λόγω πολλών δυσκολιών το ζήτημα μένει άλυτο.
ΟΙ Άγιοι αυτοί κατάγονταν από τη Ρώμη και με θάρρος ομολογούσαν τον Χριστό. Συνελήφθησαν και ο άρχοντας τους πίεζε ν’ αρνηθούν τον Χριστό και να θυσιάσουν στα είδωλα. Επειδή όμως έμειναν ακλόνητοι στην πίστη τους, βασανίστηκαν σκληρά και κατόπιν αποκεφαλίστηκαν, παίρνοντας έτσι τα στεφάνια της αθλήσεως. Ή Σύναξή τους γίνεται στον Ναό του Άγιου Μάρτυρα Στρατονίκου.
Λεπτομέρειες για τη ζωή αυτού του αγίου της ορθοδοξίας, μπορεί να βρει ο αναγνώστης στο βιβλίο «ΟΙ Άγιοι των Βρεττανικών Νήσων», του Χριστόφορου Κων. Κομμοδάτου, επισκόπου Τελμησσού, Αθήναι 1985.