(adsbygoogle = window.adsbygoogle || []).push({});
Πατρίδα του η Κωνσταντινούπολη (γεννήθηκε εκεί το 758). Οi γονείς του, Θεόδωρος και Ευδοκία, άνηκαν στην επίσημη και ευγενική κοινωνική τάξη. Ιδιαίτερα ο πατέρας του διακρινόταν για την ειλικρινή αφοσίωση του στην Ορθοδοξία. Γι’ αυτό και πέθανε εξόριστος στη Νίκαια από τον εικονομάχο αυτοκράτορα Κων/νο Κοπρώνυμο. Στα χνάρια του πατέρα του βάδισε και ο Νικηφόρος, ο όποιος απέκτησε μεγάλη ευσέβεια και ανάλογη ορθόδοξη παιδεία. Για αρκετό χρόνο έκανε αρχιγραμματέας στα ανάκτορα, αλλά έπειτα αποσύρθηκε σ’ ένα κτήμα του, κοντά στο Βόσπορο, όπου αφοσιώθηκε στη μελέτη και την άσκηση. Όμως, ο βασιλιάς Νικηφόρος τον υποχρέωσε να αναλάβει τη διεύθυνση του μεγάλου πτωχοκομείου της Κων/πολης. Και από τη θέση αυτή, κρίθηκε κατάλληλος για Πατριάρχης. Αφού πέρασε σύντομα όλους τους Ιερατικούς βαθμούς, την Κυριακή του Πάσχα (806 μ. Χ.) ανέβηκε στον Πατριαρχικό θρόνο. Άλλα από δω άρχισε και ο Γολγοθάς του Νικηφόρου. Έδωσε σκληρούς αγώνες για τη διατήρηση της τιμητικής προσκύνησης των εικόνων με την αλλοπρόσαλλη βασιλική ηγεσία. Υπέστη πολλές ταλαιπωρίες και διωγμούς. Εννιά χρόνια έκανε στην Πατριαρχεία και δεκατρία στην εξορία. Τελικά, πολύ ταλαιπωρημένος, στις 2 Ιουνίου του 822 παρέδωσε το πνεύμα του στο Θεό, αμετακίνητο στις πεποιθήσεις του, όπως προστάζει το άγιο Θέλημά Του: «Εδραίοι γίνεσθε, αμετακίνητοι»1. Δηλαδή, γίνεσθε στερεοί και αμετακίνητοι στην πίστη σας.
1. Α’ πρός Κορινθίους, ιέ’ 58.
Νίκην ήνεγκε, τη Εκκλησία, ή ση ένθεος, ομολογία, Νικηφόρε Ίεράρχα θεόληπτε· την γαρ Εικόνα του Λόγου σεβόμενος, ύπερορία αδίκως ώμίλησας. Πάτερ Όσιε, Χριστόν τον Θεόν ικέτευε, δωρήσασθαι ημίν το μέγα έλεος.
Μαρτύρησαν, αφού τους έριξαν μέσα στο λουτρό και σφράγισαν την πόρτα.
Μαρτύρησαν δια ξίφους.
Καταγόταν από την Αντιόχεια της Συρίας και έζησε στα χρόνια των αυτοκρατόρων Διοκλητιανού και Μαξιμιανού. Έγινε κληρικός (ίσως και επίσκοπος) και διέπρεψε στη μέριμνα υπέρ των φτωχών και στο κήρυγμα του ευαγγελίου. Από τον πόθο να ελκύσει όσο γίνεται περισσότερες ψυχές στη ζωή του Χριστού επιδόθηκε σε ακατάπαυστες περιοδείες, στη διάρκεια των οποίων δίδασκε με ζήλο το λόγο του Θεού, που συνοδευόταν με θαύματα. Κάποτε είχε φτάσει στη σημερινή Αχρίδα, όπου είδε να κηδεύουν ένα παιδί. Το θέαμα τον συγκίνησε, διότι ο πατέρας του το είχε μονάκριβο και θρηνούσε πολύ. Πλησίασε λοιπόν το φέρετρο, προσευχήθηκε, και αφού έπιασε το χέρι του, το ανέστησε. Το θαύμα κατέπληξε τους παρευρισκόμενους, και είχε σαν αποτέλεσμα πολλοί απ’ αυτούς, μαζί με το παιδί και τον πατέρα, να βαπτιστούν χριστιανοί. Κατόπιν, δήλωσε στον αυτοκράτορα Μαξιμιανό ότι άλλους θεούς, εκτός από τον αληθινό Θεό Ιησού Χριστό, δε γνωρίζει. Τότε υποβλήθηκε σε σκληρά μαρτύρια και ρίχτηκε στη φυλακή. Αργότερα όμως ελευθερώθηκε και εξακολούθησε την αποστολική του διακονία, μέχρι τα βαθιά γεράματα. Πέθανε ειρηνικά στην πόλη Χερμελία και αξιώθηκε μάλιστα να δει πριν πεθάνει, σε όραμα, στεφάνι υπέρλαμπρο που κατέβαινε από τον ουρανό προς αυτόν.
(adsbygoogle = window.adsbygoogle || []).push({});
Όλοι αυτοί οι Άγιοι, πίστεψαν δια του Αγίου Εράσμου στον Χριστό και μαρτύρησαν δια ξίφους.
Η μνήμη του αγνοείται από τους Συναξαριστές και αναγράφεται από τον Γεδεών στο Βυζαντινό Εορτολόγιο (σελ. 110). Εκεί αναφέρεται ότι γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη από γονείς επίσημους, τον δρουγγάριο Νικηφόρο και τη Μαρία. Ανατράφηκε με ευσέβεια στη Βιζύη τη Θράκης και εκάρει μοναχός από τον αδελφό του Συμεών, κατεβαίνοντας από τον Κυμηνά. Ήταν ευσεβής, ελεήμων και ασκητικότατος. Αφού έζησε οσιακά, απεβίωσε ειρηνικά και το τίμιο λείψανό του κατατέθηκε στη Μονή της Θεοτόκου της Κορώνης.
Βλέπε βιογραφία του στις 12 Ιουνίου.
Γεννήθηκε στη Φιλαδέλφεια της Μικράς Ασίας, από γένος επίσημο. Ο πατέρας του ήταν Ιερέας και ονομαζόταν Δόγκας. Όταν πέθανε ο πατέρας του, η μητέρα του εξακολούθησε να τον ανατρέφει εν παιδεία και νουθεσία Κυρίου. Σεμνός και ωραίος καθώς ήταν, κίνησε το φθόνο των Τούρκων, που εκμεταλλευόμενοι το νεαρό της ηλικίας του – ήταν 13 ετών- τον εξισλάμισαν. Μπήκε στην υπηρεσία κάποιου πρόκριτου Τούρκου της Φιλαδέλφειας και απόκτησε μέσα σε λίγο χρόνο μεγάλη περιουσία. Για τη φήμη της ανδρείας του στους πολέμους μαζί με τους Τούρκους, δέχτηκε την πρόταση να παντρευτεί την κόρη ενός Τούρκου επισήμου. Αλλά λίγο πριν το γάμο, αισθάνθηκε τύψεις συνειδήσεως για την εξωμοσία του και έτσι αποφάσισε να επανέλθει στη χριστιανική πίστη. Σε ηλικία λοιπόν 25 ετών, παρουσιάστηκε επίσημα μπροστά στον Τούρκο διοικητή και παρουσία πολλών Τούρκων επισήμων, δήλωσε ότι θεωρεί απάτη τη μωαμεθανική θρησκεία και γι’ αυτό την αρνείται και αποδέχεται τον Χριστό. Τότε, όλοι όσοι ήταν εκεί όρμησαν και τον έδειραν ανελέητα και με διαταγή του διοικητή, τον φυλάκισαν. Κατά τη διάρκεια της νύχτας ο διοικητής έστειλε Ιεροδιδασκάλους, που με συμβουλές και άλλους τρόπους προσπάθησαν να επαναφέρουν τον Δημήτριο στον μωαμεθανισμό. Ο Δημήτριος ποθώντας το μαρτύριο έμεινε αμετάπειστος στην απόφαση του. Ο διοικητής, επειδή δεν ήθελε το θάνατο του Δημητρίου, τον αποφυλάκισε. Ο Δημήτριος, όμως, για να εξιλεωθεί από το αμάρτημα της αποστασίας του, μπήκε σ’ ένα καφενείο και άρχισε να ελέγχει μπροστά σε πλήθος Τούρκων, μία προς μία τις πλάνες της μωαμεθανικής θρησκείας. Κατόπιν έβγαλε το λευκό σαρίκι από το κεφάλι και το πράσινο τούρκικο ρούχο του και τα ποδοπάτησε λέγοντας: «καθώς καταπατώ αυτά που είναι σημάδια της δίκης σας πίστης, έτσι καταπατώ και την πίστη και το νόμο σας και αρνούμαι αυτή και την αποστρέφομαι». Εξοργισμένοι οι Τούρκοι από τα λόγια αυτά του Δημητρίου, όρμησαν επάνω του και αφού τον έριξαν στο έδαφος, άρχισαν να τον χτυπούν με πέτρες και ξύλα. Οι Τούρκοι νόμισαν ότι ήταν νεκρός και αποφάσισαν να τον ρίξουν στη φωτιά. Αλλ’ ο Δημήτριος συνήλθε από τη λιποθυμία και είπε στους βασανιστές του «έχω χρήματα να σας δώσω να αγοράσετε ξύλα να με κάψετε». Ακόμα πιο οργισμένοι οι Τούρκοι από τα λόγια αυτά, άρχισαν να τον χτυπούν με μαχαίρια, μέχρι που ο μάρτυρας παρέδωσε το πνεύμα του την 2α Ιουνίου 1657. Γεμάτοι θυμό οι Τούρκοι, προσπάθησαν να κάψουν το λείψανο του μάρτυρα. Επειδή όμως δεν το κατάφεραν, το διαμέλισαν χτυπώντας το με βαριά σίδερα.
Καταγόταν από Μουσουλμάνους γονείς και γεννήθηκε στο χωριό Ψιλομέτωπο της Μυτιλήνης. Μαζί με τη μητέρα και τ’ αδέλφια του ήλθε στη Μαγνησία και αργότερα στη Σμύρνη, όπου βοηθούσε τ’ αδέλφια του στο οπωροπωλείο, πηγαίνοντας στα σπίτια των ευγενών αυτά που αγόραζαν από το μαγαζί τους. Πηγαίνοντας όμως συχνά στη Μητρόπολη της Σμύρνης, άκουγε και έμαθε την ελληνική γλώσσα και τη χριστιανική θρησκεία. Έφυγε, λοιπόν, στο Άγιον Όρος αλλά κανείς δεν τον δεχόταν. Τότε, ο εκεί εξόριστος Πατριάρχης Γρηγόριος ο Ε’, στη Μ. Λαύρα, αφού τον δοκίμασε, τον βάπτισε χριστιανό στα Καυσοκαλύβια, με το όνομα Κωνσταντίνος. Στη Σκήτη του Τιμίου Προδρόμου, προσκύνησε τα τίμια λείψανα των νεοφανών μαρτύρων και τον κατέλαβε ο πόθος να μιμηθεί την πράξη τους. Αφού πέρασε με νηστεία και προσευχή κοντά σε πνευματικό, αποφάσισε να πάει στη Μαγνησία, για να βαπτίσει την αδελφή του χριστιανή. Μετά όμως από συμβουλή των Πατέρων, απέπλευσε από το Άγιον Όρος και αποβιβάστηκε στις Κυδωνιές. Εκεί αναγνωρίστηκε από κάποιο Τούρκο και οδηγήθηκε στον Αγά. Εκεί ομολόγησε τον Χριστό και έπειτα φανέρωσε την καταγωγή του. Οπότε φυλακίστηκε και βασανίστηκε σκληρά. Όταν τον ανέκριναν πάλι, ο Κων/νος έκανε μπροστά τους το σημείο του Σταυρού, αποδεικνύοντας έτσι το αμετάθετο της πίστης του. Τότε ξανά τον φυλάκισαν και τον βασάνισαν με φρικτό τρόπο. Αλλά βλέποντας ο ηγεμόνας ότι κάθε προσπάθειά του πήγαινε χαμένη, τον έστειλε στην Κων/πολη. Αφύ και εκεί τον υπέβαλαν σε σκληρά βασανιστήρια, τελικά τον απαγχόνισαν στις 2 Ιουνίου 1819. Χειρόγραφη Ακολουθία του βρίσκεται στην Καλύβη του Άγιου Ιωάννη του Θεολόγου στα Καυσοκαλύβια και στη Μονή του Αγίου Παντελεήμονα στο Άγιον Όρος.