Χριστούγεννα, Πρωτοχρονιά, δέντρο στολισμένο, λαμπάκια αναβοσβήνουν, χριστουγεννιάτικα τραγούδια φτάνουν στα αυτιά.
Μέχρι εδώ όλα γνωστά και αυτονόητα, αλλά τι θα μου απαντήσετε αν σας ρωτήσω ποιο είναι το κατεξοχήν χριστουγεννιάτικο έργο τέχνης; Φυσικά «Τα κάλαντα» του Νικηφόρου Λύτρα.
(adsbygoogle = window.adsbygoogle || []).push({});
Μπορεί κάποιοι να μην γνωρίζουν το όνομα του ζωγράφου, αλλά είναι σίγουρο ότι έχουν μέσα στο μυαλό τους χαραγμένη την εικόνα των παιδιών που τραγουδάνε τα κάλαντα στην αυλή ενός παραδοσιακού σπιτιού. Είναι σούρουπο και το φεγγάρι ανεβαίνει σε ένα φωτεινό ακόμα ουρανό.
Η σπιτονοικοκυρά παρακολουθεί με το μωρό στην αγκαλιά, ενώ κρατάει στα χέρια ρόδια για να ευχηθεί στα παιδιά «και του χρόνου». Οι πέντε πιτσιρικάδες λένε τα κάλαντα με την συνοδεία της φλογέρας και του τύμπανου, ο ένας κρατάει αναμμένο φανάρι, ενώ ο άλλος έχει περασμένο στο μπράτσο του πανέρι για να βάζουν τα κεράσματα.
Ένας έκτος πιτσιρικάς περίεργος ίσα που ξεπροβάλει το κεφάλι του στο βάθος πάνω από τον μαντρότοιχο. Το έργο αυτό είναι ίσως το πιο γνωστό έργο τέχνης Έλληνα ζωγράφου σχετικό με τις γιορτές των Χριστουγέννων, και αποτελεί συγχρόνως και το αποκορύφωμα του Νικηφόρου Λύτρα στην ηθογραφική ζωγραφική.
Είναι προφανές ότι ξεπερνά την απλή απεικόνιση ενός εθίμου, έχει προκαλέσει πολλές συζητήσεις για τους συμβολισμούς του.Ενδιαφέρουσα η ανάλυση της επιμελήτριας της Εθνικής Πινακοθήκης, Μαριλένας Κασιμάτη: «Τα ποιητικώτατα Κάλαντα διαφεύγουν με την εσωτερικότητα και την επινόηση του χρόνου στην ελληνικότατη ηθογραφική αυτή σκηνή, από κάθε κοινοτοπία.
(adsbygoogle = window.adsbygoogle || []).push({});
Τα σύμβολα που εισάγει, χωρίς τυμπανοκρουσίες -το μαρμάρινο θωράκιο της Νίκης, που δένει το σανδάλι της, αλλά ειρωνικά σχεδόν, βαλμένο δίπλα σε μια χορταρένια σκούπα, το γυάλινο ποτήρι με το νερό, που παραπέμπει στην κάθαρση που έρχεται από τα Ελληνόπουλα, που δεν εμφανίζονται ως γραφικά δείγματα μιας γνωστής τυπολογίας φορεσιών, το ξερό, άνυδρο δέντρο που δηλώνει την υφέρπουσα φτώχεια στο πρόσωπο της σκοτεινής μορφής, που μόλις φαίνεται πίσω από τον τοίχο».
Ο Νικηφόρος Λύτρας γεννήθηκε το 1832 στο χωριό Πύργος της Τήνου. Μεγαλώνοντας κοντά στον πατέρα του που ήταν λαϊκός μαρμαρογλύπτης ήρθε από μικρός σε επαφή με την τέχνη, και γρήγορα εκδηλώθηκε το ταλέντο του στην ζωγραφική.
Το 1850 γράφτηκε στην Σχολή Καλών Τεχνών του Πολυτεχνείου στην Αθήνα όπου και φοίτησε για έξι χρόνια. Μεγαλύτερη επιρροή άσκησε επάνω του ο γερμανός καθηγητής Λούντβιχ Τιρς, ενώ από νωρίς κέρδισε διάφορες διακρίσεις σε ετήσιους διαγωνισμούς και στις εκθέσεις της σχολής.
Με την αποφοίτησή του το 1860 αναχωρεί για Μόναχο με μία κρατική υποτροφία στις αποσκευές του για την Βασιλική Ακαδημία Καλών Τεχνών, το κέντρο της ευρωπαϊκής καλλιτεχνικής ζωής εκείνη την εποχή. Εκεί ολοκληρώνεται σαν ζωγράφος σε ένα ιδανικό περιβάλλον με καθηγητή τον περίφημο Καρλ Τέοντορ φον Πιλότυ.
Το 1865 επιστρέφει στην Αθήνα και διορίζεται καθηγητής στην έδρα της Ανώτατης Ζωγραφικής της Σχολής Καλών τεχνών του Πολυτεχνείου, όπου θα διδάξει για 38 ολόκληρα χρόνια έως και την χρονιά του θανάτου του το 1904.
Ο Νικηφόρος Λύτρας είναι αναμφισβήτητα ένας από του διαμορφωτές του καλλιτεχνικού γίγνεσθαι στον Ελληνικό χώρο κατά το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα, και φυσικά με έντονες επιρροές και στην περαιτέρω εξέλιξη της νεοελληνικής ζωγραφικής.
Περισσότεροι από μία γενιά ζωγράφοι πέρασαν από το εργαστήριό του. Ο Πανταζής, ο Λεμπέσης, ο Αλταμούρας, ο Ιακωβίδης, ο Βώκος, ο Ροϊλός, ο Γερανιώτης, ο Μαθιώπουλος, ο Οθωναίος, ο Βικάτος, ο Αργυρός, και αμέτρητοι άλλοι. Ακόμα και ο Μπουζιάνης πιθανολογείται πως για μία περίοδο μαθήτευσε κοντά στον μεγάλο δάσκαλο της ελληνικής ζωγραφικής.
Ήταν ο πρώτος που παρουσίασε έργα εμπνευσμένα από την ζωή και τα έθιμα του τόπου με ιδιαίτερη ειλικρίνεια, ευαισθησία και απλότητα. Εξελίχθηκε από νωρίς σε επίσημος προσωπογράφος της υψηλής κοινωνίας της Αθήνας, φιλοτεχνώντας ολόσωμα μνημειακά πορτρέτα μελών των οικογενειών Σερπιέρη, Καυτατζόγλου, διευθυντών της Εθνικής Τράπεζας και άλλων επιφανών Αθηναίων, έργα που συγκαταλέγονται στα πιο σημαντικά δείγματα της ελληνικής ζωγραφικής του 19ου αιώνα.
(adsbygoogle = window.adsbygoogle || []).push({});
Εκπροσώπησε της Ελλάδα, μαζί με τους διάσημους συναδέλφους του, στις Παγκόσμιες Εκθέσεις του Παρισιού του 1855, 1867, 1878 και της Βιέννης του 1873, ενώ παρασημοφορήθηκε με το Χρυσό Σταυρό του Σωτήρος το 1903.
Αδιαμφισβήτητα «Τα κάλαντα» είναι ένα πολύ μικρό δείγμα του έργου του Νικηφόρου Λύτρα, είναι όμως και ο πιο γνωστός και αναγνωρίσιμος πίνακάς του. Θρέφω απεριόριστο σεβασμό για την αξία και πολυθεματικότητα του έργου του ζωγράφου, αλλά τολμώ να πω πως μέσα στην καρδιά μου ο Νικηφόρος Λύτρας έχει χαραχθεί ως Ο Ζωγράφος των Χριστουγέννων.
Γιώργος Μιχαηλίδης
Το παραπάνω άρθρο δημοσιεύτηκε στο τεύχος 8, το Δεκέμβριο 2005 της περιοδικής έκδοσης ONAR