Εορτάζοντες την 5ην του μηνός Φεβρουαρίου
Η ΑΓΙΑ ΑΓΑΘΗ
Ο ΟΣΙΟΣ ΘΕΟΔΟΣΙΟΣ ο εξ Αντιοχείας (ο εν Σκοπέλω)
Ο ΑΓΙΟΣ ΠΟΛΥΕΥΚΤΟΣ ο Νέος, Πατριάρχης Κων/πόλεως
Ο ΑΓΙΟΣ ΑΝΤΩΝΙΟΣ ο Αθηναίος
Ο ΟΣΙΟΣ ΣΑΒΒΑΣ ο εκ Σικελίας (+ 995)
Εορτάζοντες την 5ην του μηνός Φεβρουαρίου
Αναλυτικά
Η ΑΓΙΑ ΑΓΑΘΗ
Ή Αγία Άγάθη ήταν από το Παλέρμο της Σικελίας και έζησε στα χρόνια του βασιλιά Δεκίου (251). Διέλαμπε με την ωραιότητα του σώματος και με το κάλλος της χριστιανικής της ψυχής. Ή οικογένεια της είχε μεγάλη κινητή και ακίνητη περιουσία. Σε ηλικία 15 χρονών μένει ορφανή. Ή μεγάλη περιουσία πού κληρονόμησε και ή ομορφιά του σώματος πού είχε, της βάζουν το ερώτημα: κόσμος ή θρησκεία;
“Η… συμβιβασμός; Δηλαδή, κόσμος και θρησκεία; Στη σκέψη της, όμως, βάρυνε ο θεόπνευστος λόγος του άδελφόθεου Ιακώβου: “Θρησκεία καθαρά και αμίαντος παρά τω Θεώ και πατρί αυτή εστίν, έπισκέπτεσθαι ορφανούς και χήρας εν τη θλίψει αυτών, άσπιλον εαυτόν τηρείν από του κόσμου”1. Δηλαδή, θρησκεία καθαρή και αμόλυντη μπροστά στο Θεό και Πατέρα είναι αύτη: να επισκέπτεται κανείς ορφανά και χήρες τον καιρό πού πάσχουν και να διατηρεί τον εαυτό του αμόλυντο από τον κόσμο.
“Έτσι έκανε και ή Άγάθη. Αφού “κλώτσησε” τις κολακείες και τις επιτήδειες εισηγήσεις ανθρώπων του κόσμου, οργάνωσε ολόκληρη φιλανθρωπική κίνηση και με το επιτελείο της περιέθαλπε τους δυστυχισμένους του τόπου της. Ό Θεός, όμως, θέλησε ή Άγάθη να δοκιμαστεί ακόμα περισσότερο. Κάποιος έπαρχος, ο Κυντιανός, θέλοντας να απολαύσει τα κάλλη της, προσπάθησε να την επηρεάσει να γίνει γυναίκα του. Ή Άγάθη έμεινε ανεπηρέαστη. Προτίμησε να καεί και να πάρει έτσι το στεφάνι του μαρτυρίου.
1. Επιστολή Ιακώβου, α’ 27.
Απολυτίκιο. ήχος γ’. Θείας πίστεως.
Ρόδον εύοσμον, της παρθενίας, νύμφη άφθορος, του Ζωοδότου, άναδέδειξαι Άγάθη πανεύφημε· των αγαθών την πηγήν γαρ ποθήσασα, μαρτυρικώς εν τω κόσμω διέπρεψας. Μάρτυς ένδοξε, λιταίςς σου θείαις άγάθυνον, τους πόθω μεγαλύνοντας τους άθλους σου.
Ο ΟΣΙΟΣ ΘΕΟΔΟΣΙΟΣ ο εξ Αντιοχείας (ό εν Σκοπέλω)
Ό όσιος Θεοδόσιος καταγόταν από την Αντιόχεια και είχε γονείς πλούσιους και επίσημους. Τον ενέπνεε όμως ευσέβεια θερμή και φλογερός πόθος, να ζήσει ελεύθερος από τους μολυσμούς του κόσμου. Γι αυτό αναχώρησε στην Κιλικία και έκτισε ένα κελί κοντά σε μια δενδρώδη παραθαλάσσια περιοχή.
Ό όσιος Θεοδόσιος, αν και ζούσε στη μόνωση, δεν απέφευγε την κοινωνική ζωή. Συχνά πήγαινε στα κοντινά μέρη, αναζητώντας ψυχές, πού είχαν ανάγκη από την παρηγοριά της πίστης και της ελπίδας. Άλλοτε πάλι έρχονταν προς αυτόν καρδιές τραυματισμένες και ταραγμένες, ζητώντας τη γιατρειά τους. Ό όσιος ανταποκρινόταν στις ανάγκες αυτές, χρησιμοποιώντας τα πνευματικά φάρμακα της θρησκείας και έτσι οί περισσότεροι έφευγαν ανακουφισμένοι.
Αργότερα, λόγω των επιδρομών της βαρβαρικής φυλής των Ίσαύρων, έφυγε από το μέρος αυτό και επέστρεψε στην πατρίδα του την Αντιόχεια. Ή είδηση της επιστροφής του, του έφερε πλήθος επισκεπτών. Έτσι, συνέχισε και εκεί με μεγάλη επιτυχία το πνευματικό και κοινωνικό του έργο για πολλά χρόνια. Παρέδωσε το πνεύμα του ειρηνικά και με τη συναίσθηση, ότι υπηρέτησε ειλικρινά τον Κύριο και έπραξε όσο μπορούσε το καθήκον του προς την πίστη και τον πλησίον.
Ο ΑΓΙΟΣ ΠΟΛΥΕΥΚΤΟΣ ο Νέος, Πατριάρχης Κων/πόλεως
Την 3η Απριλίου του 956, ένα μήνα μετά το θάνατο του πρώην Πατριάρχη Θεοφύλακτου, χειροτονήθηκε διάδοχος του ο Πολύευκτος. Ό Πολύευκτος γεννήθηκε στην Κων/πολη και από πολύ νωρίς προσήλθε στη μοναχική τάξη. Μαζί με τη μεγάλη του μόρφωση, συνδύαζε σε έξοχο βαθμό την αντικειμενικότητα του χαρακτήρα, την σεμνότητα του ήθους, την αποξένωση από κάθε κοσμική τέρψη και την πλήρη καταφρόνηση των χρημάτων.
Ζούσε με πολλή απλότητα, εγκράτεια, και πολλές φορές του ήταν αρκετό λίγο ξερό ψωμί για τη συντήρηση του, προκειμένου από το υστέρημα του να θρέψει τους άλλους. Πολλοί τον έλεγαν Ιωάννη Χρυσόστομο, και δεν το έλεγαν μόνο, αλλά και φαινόταν από τα θεάρεστα έργα του. Ή προσωπικότητα του Πατριάρχη Πολύευκτου, έλαμψε κυρίως επί βασιλέων Νικηφόρου Φωκά και Ιωάννου του Τσιμισκή. Ό Πολύευκτος το 957 βάπτισε τη ρωσίδα ηγεμονίδα Όλγα όταν αυτή ήλθε στην Κων/πολη.
Επίσης, επί της πατριαρχείας του κτίσθηκαν στο Άγιο Όρος οί Μονές Μεγίστης Λαύρας, του Βατοπεδίου και των Ιβήρων, ό Πολύευκτος πέθανε στις 16 Ιανουαρίου του 970. (Διίστανται οί γνώμες ως προς το επίθετο Νέος, πού δόθηκε στον Άγιο, διότι, όπως υποστηρίζει ο Σ. Εύστρατιάδης, Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως με το όνομα Πολύευκτος δεν υπήρξε πριν απ’ αυτόν. Ενώ ο Άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης, υποστηρίζει πώς υπήρξε, επί Κωνσταντίνου Πορφυρογέννητου).
Ο ΑΓΙΟΣ ΑΝΤΩΝΙΟΣ ο Αθηναίος
Γεννήθηκε στην Αθήνα από φτωχούς και άσημους γονείς, τον Μήτρο καί την Καλομοίρα. Δώδεκα χρονών, εργάστηκε για να συντηρήσει τους θεοσεβείς γονείς του, κοντά σε κάποιους Τουρκαλθανούς, πού βρίσκονταν στην Αθήνα. Δεκαέξι χρονών πουλήθηκε από τους αφέντες του σε κάποιους Άγαρηνούς του Μωρία, οι όποίοι τον βασάνισαν σκληρά, προκειμένου να τον εξισλαμίσουν. Αφού δεν μπόρεσαν να το καταφέρουν, τον πούλησαν σ’ άλλους σκληρότερους αφέντες Τούρκους.
Μεταπουλήθηκε πέντε φορές σε αφέντες, ο ένας σκληρότερος από τον άλλο, και υπέστη πολλά και διάφορα βασανιστήρια άπ’ αυτούς για να αλλάξει την πίστη του, άλλ’ ο Αντώνιος παρέμεινε σταθερός στην πίστη του Χριστού. Τελικά, αγοράστηκε από έναν “Ορθόδοξο Χριστιανό, αντί 400 γροσιών και εγκαταστάθηκε μαζί μ’ αυτόν στην Κωνσταντινούπολη. Στο εργαστήρι του αφέντη του, αναγνωρίστηκε από κάποιον από τους προηγούμενους αφέντες του, ο οποίος τον συκοφάντησε, ότι δήθεν δέχτηκε τον μουσουλμανισμό καί αργότερα τον απαρνήθηκε.
Αμέσως τότε συνελήφθη από τους Τούρκους καί οδηγήθηκε στον κριτή Μουράτ Μουλάν. Ό Αντώνιος, χωρίς να λογαριάσει κολακείες και φοβέρες, ομολόγησε με γενναία λόγια τη χριστιανική του πίστη. Ό κριτής συγκινημένος από το θάρρος του Αντωνίου, προσπάθησε να τον αθωώσει. Φοβήθηκε όμως τους ψευδομάρτυρες και τον παρέδωσε στον βεζίρη Μεχμέτ Μελέκ Πασά, αφού κρυφά του διεμήνυσε για την αθωότητα του μάρτυρα. Ό βεζίρης, αφού και αυτός πείστηκε για την αθωότητα του Αντωνίου, τον έκλεισε στη φυλακή για να αποφύγει την οργή του πλήθους, με σκοπό αργότερα να τον ελευθερώσει.
Άλλα το μαινόμενο πλήθος, κατηγόρησε τον βεζίρη στον Σουλτάνο Χαμίτ τον Α’, ότι δήθεν δωροδοκήθηκε για να ελευθερώσει τον Αντώνιο. Ό Σουλτάνος, φοβούμενος ταραχές από το πλήθος, διέταξε τον βεζίρη, αν ό Αντώνιος δεν αποδεχθεί τον μουσουλμανισμό, να αποκεφαλιστεί. Άλλα και πάλι ό μάρτυρας, διατράνωσε την πίστη του στον Χριστό, και έτσι αποκεφαλίστηκε στις 4 Φεβρουαρίου 1774, ήμερα Τετάρτη στο “Ακ-Σε-ράϊ της Κωνσταντινούπολης, παίρνοντας το αμάραντο στεφάνι της αιώνιας δόξας.
Ο ΟΣΙΟΣ ΣΑΒΒΑΣ ό εκ Σικελίας (+ 995)