Άγιος Εφραίμ ο Μεγαλομάρτυρας
Ο ΑΓΙΟΣ ΕΦΡΑΙΜ Ο ΜΕΓΑΛΟΜΑΡΤΥΡΑΣ
Μέρος Α’ – Τα πρώτα χρόνια
Στις 14 Σεπτεμβρίου του 1384 και ανήμερα της εορτής της Ύψωσης του Τιμίου Σταυρού, στα Τρίκαλα Θεσσαλίας, γεννήθηκε ο Κωνσταντίνος Μόρφης. Παιδί πολύτεκνης οικογένειας, είχε άλλα επτά αδέλφια, έμεινε ορφανός από πατέρα σε μικρή ηλικία. Έτσι η φροντίδα της ανατροφής τους, έπεσε εξ’ ολοκλήρου στους ώμους της μητέρας του.
Αυτή με μόχθο προσπαθούσε, όχι μόνο να συντηρήσει τα παιδιά της, μα και να τα καθοδηγήσει στον δρόμο της αρετής και του Χριστού. Το 1395 την Θεσσαλία κατέλαβε ο Σουλτάνος Βαγιαζίτ Α’ με τα στρατεύματά του. Για τους θριάμβους του στον πόλεμο και την αγριότητά του επονομαζόταν Κεραυνός. Επειδή οι Έλληνες δεν παραδόθηκαν αμέσως στις προσταγές του, η διοίκηση που επέβαλε, ήταν σκληρή και τυραννική. Ήταν δε αυτός που εφάρμοσε το φοβερό “παιδομάζωμα”. Την στρατολόγηση δηλαδή νέων αγοριών 14-18 χρονών ή και μικρότερων για την δημιουργία ενός σώματος φανατικών Τούρκων εναντίον των Ρωμιών.
Τα μικρά Ελληνόπουλα που έπαιρναν, τα έστελναν σε ειδικά διαμορφωμένα στρατόπεδα και τα εκπαίδευαν με πολλή αυστηρότητα, ώστε να γίνουν ανελέητοι πολεμιστές. Αφοσιωμένοι απόλυτα στο Ισλάμ, τον Προφήτη τους Μωάμεθ και στον Σουλτάνο, αποτελούσαν τις ορδές των Γενιτσάρων, που σκορπούσαν τον τρόμο και τον θάνατο απ’ όπου περνούσαν. Απολάμβαναν ιδιαίτερες εξουσίες και προνόμια ως το εκλεκτότερο τμήμα του Τουρκικού στρατού.
Ο Κωνσταντίνος στο μοναστήρι
Μέσα σε αυτό το φοβερό κλίμα που επικρατούσε στην σκλαβωμένη Ελλάδα, μόνη παρηγοριά των χριστιανών ήταν οι εκκλησίες και τα μοναστήρια. Εκεί έβρισκαν προστασία και παρηγοριά, όλοι οι διωκόμενοι από τους Τούρκους. Είναι ανυπολόγιστη η προσφορά της εκκλησίας μας και η βοήθεια που πρόσφερε τα μαύρα χρόνια της τουρκοκρατίας. Έτσι η μητέρα του Κωνσταντίνου, προκειμένου να έχει και ο γιος της την ίδια τύχη των άλλων δεκαπεντάχρονων, τον προέτρεψε να φύγει από τα Τρίκαλα για να γλιτώσει.
Ο Κωνσταντίνος, έχοντας μία ιδιαίτερη κλίση και αγάπη από μικρός προς την εκκλησία και την εκκλησιαστική ζωή, δέχτηκε ευχαρίστως να πάει σε μοναστήρι. Με τις ευχές και τα δάκρυα της μητέρας του και με τη βοήθεια του Χριστού, αφού αποχαιρέτησε και τ’ αδέλφια του, ξεκίνησε προς νότο. Έχοντας μόνο ένα ταγάρι με ψωμί, τυρί και ελιές για να τρέφεται στο ταξίδι, έκανε το σταυρό του και πήρε τον δρόμο, ψάχνοντας ασφαλέστερες περιοχές και μοναστήρια. Η Θεία Χάρη, οδήγησε τα βήματά του στην ξακουστή ανδρική Σταυροπηγιακή Μονή του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου στην Αττική.
Στην περιοχή αυτή, κοντά στην Νέα Μάκρη, από τον δέκατο και ενδέκατο αιώνα, υπήρχαν κελιά, καλύβες και ασκητήρια, όπου δεκάδες χριστιανοί με πίστη, ακολουθούσαν το δρόμο του Χριστού προς την Σωτηρία. Έτσι η τοποθεσία εκεί ονομάσθηκε το “Όρος των Αμώμων” δηλαδή των “καθαρών”. Ο νεαρός Κωνσταντίνος, χτύπησε την πόρτα του μοναστηριού και ζήτησε την προστασία των μοναχών. Φτιαγμένο σ’ ένα ειδυλλιακό φυσικό περιβάλλον, γεμάτο πεύκα, ελιές και πλούσια βλάστηση, ατένιζε την θάλασσα, γαληνεμένη το καλοκαίρι, ανταριασμένη το χειμώνα, πρόσφερε ησυχία, ερημιά και σε προκαλούσε σε πνευματικές αναζητήσεις.
Τον δέχτηκαν ως δόκιμο για μερικά χρόνια, μέχρι να φτάσει στην κατάλληλη ηλικία για μοναχός. Εκεί ο νεαρός βρήκε τον δρόμο του. Η αγνή καρδιά του του γαλήνεψε με την διάχυτη παρουσία του Δημιουργού. Η πίστη του εδραιώθηκε και περίμενε με λαχτάρα να γίνει δεκαοχτώ χρονών και να πάρει την μοναχική κουρά.
Ο Μοναχός Εφραίμ
Ο νεαρός Κωνσταντίνος το 1402 εκάρη μοναχός με το όνομα Εφραίμ. Δόθηκε ολόψυχα στην ασκητική ζωή, με υπακοή στον λόγο του Χριστού και παράδειγμά του τους μεγάλους Ασκητές και Πατέρες. Με ζήλο, ταπείνωση και σκληρούς αγώνες, έγινε υπόδειγμα μοναχού. Καθάριζε την ψυχή του και το σώμα του από κάθε τι κοσμικό. Με την άδεια του ηγούμενου, είχε βρει μακριά από το Μοναστήρι, μια απόμερη σπηλιά.
Εκεί με νηστεία, προσευχή και περισυλλογή, πολεμούσε τους δικούς του δαίμονες, με μοναδικό απώτερο σκοπό την Χάρη του Αγίου Πνεύματος. Χρόνο με τον χρόνο ανέβαινε την Ουράνια κλίμακα. Με κατάνυξη, αξιώθηκε και έλαβε το χάρισμα της Ιεροσύνης. Προσευχόταν απ’ την καρδιά του “υπέρ του σύμπαντος κόσμου”, για τους εχθρούς και τους διώκτες του και για όλους τους προαπελθόντες κεκοιμημένους πατέρες και αδελφούς, πιστός την παράδοση της εκκλησίας μας. Παρακαλούσε τον Κύριο Ιησού Χριστό να τον ελεήσει και την Υπεραγία Θεοτόκο να μεσιτεύει υπέρ αυτού. Γονατισμένος μπροστά στο εικόνισμα της Μεγαλόχαρης, προσευχόταν αδιάκοπα για την προστασία και την σωτηρία των αδελφών χριστιανών που δοκιμάζονταν σκληρά.
ΜΕΡΟΣ Β’ – Η ΩΡΑ ΤΟΥ ΜΑΡΤΥΡΙΟΥ
Ο έξω κόσμος
Βρισκόμαστε σε μία ιστορική περίοδο πολύ δύσκολη. Η άλλοτε ένδοξη βυζαντινή αυτοκρατορία έχει εξασθενήσει από τις επιδρομές των Σταυροφόρων της φράγκικης Ευρώπης του 12ου αιώνα. Δεν μπορεί να είναι παντού παρούσα, με αποτέλεσμα να μην μπορεί να προστατέψει τις επαρχίες της. Έτσι οι βάρβαροι Ασιάτες, από στεριά και θάλασσα κατακτούν όλο και περισσότερες περιοχές, όπως την Θεσσαλία το 1395. Λίγα χρόνια πριν το 1931, οι Τούρκοι με αρχηγό τον Εβρέν Μπέη, είχαν εισβάλλει στην Πελοπόννησο. Ρήμαξαν, σκότωσαν, λεηλάτησαν και κατέστρεψαν τα πάντα για δεκαπέντε περίπου χρόνια.
Ο ΑΓΙΟΣ ΕΦΡΑΙΜ Ο ΜΕΓΑΛΟΜΑΡΤΥΡΑΣ
Από εκεί ανέβηκαν στην Αττική και έκαναν τα ίδια. Έκαψαν πόλεις, λήστεψαν χωριά, ρήμαξαν και ερήμωσαν τα πάντα. Σκότωναν αδιακρίτως ανθρώπους, χωρίς να λογαριάζουν τίποτα. Αναζητώντας συνεχώς πλούτη, στράφηκαν κατά των Μοναστηριών και των Προσκυνημάτων που στην Αττική υπήρχαν πολλά. Άρπαζαν ότι έβρισκαν και θεωρούσαν πολύτιμο. Αργυρά και χρυσά ιερά σκεύη, εικόνες, εκκλησιαστικά αντικείμενα, χρυσοκέντητα άμφια, ρούχα και τρόφιμα. Το 1424 έφτασαν και στη Νέα Μάκρη. Αφού επιδόθηκαν και εκεί σε λεηλασίες, αρπάζοντας όχι μόνο τα πολύτιμα μα και ότι γυάλιζε, αιχμαλώτιζαν νέους και νέες για τα σκλαβοπάζαρα της Ανατολής, ενώ σκότωναν τους ηλικιωμένους θεωρώντας τους βάρος.
Το καλοκαίρι ανέβηκαν και στο Όρος των Αμώμων, πιστεύοντας ότι οι χριστιανοί κρύβουν τους πολύτιμους θησαυρούς τους στα Μοναστήρια. Αφού λεηλάτησαν όλα τα κελιά και τα ασκητήρια, έφτασαν και στην μονή του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου. Έσπασαν την πόρτα και όρμησαν εξαγριωμένοι στο Μοναστήρι. Μάζεψαν όλους τους μοναχούς στην αυλή και απαίτησαν να τους παραδώσουν κατά διαταγή του Εβρέν Μπέη, τους θησαυρούς. Μη βρίσκοντας αυτά που περίμεναν, ξέσπασαν την οργή τους στους μοναχούς. Ανάμεσα τους, ο ηρωικός Ηγούμενος της Μονής, προσευχόταν μαζί τους:
“Εγώ δε λέγω υμίν, αγαπάτε τους εχθρούς υμών…”.
Με απερίγραπτη μανία, τους έσφαξαν όλους, εκεί στην αυλή. Το αθώο αίμα τους, πότισε τις πέτρινες πλάκες. Έγιναν όλοι Μάρτυρες του Κυρίου. Κατόπιν κατέστρεψαν το Μοναστήρι και ότι δεν μπορούσαν να μεταφέρουν το κατέστρεψαν επίσης. Ο μόνος που γλίτωσε απ’ όλη την Μοναστική κοινότητα, ήταν ο Ιερομόναχος Εφραίμ, που έλειπε την ημέρα εκείνη στη σπηλιά του.
Το μαρτυρικό τέλος
Όταν επέστρεψε ο μοναχός Εφραίμ στη Μονή, βρήκε έκπληκτος τα πάντα κατεστραμμένα και την αυλή με τα ματωμένα πτώματα των Πατέρων. Έπαθε σοκ από την εικόνα του μαρτυρίου και της καταστροφής. Θρηνώντας απαρηγόρητος, έκανε ότι έπρεπε κατά τους εκκλησιαστικούς κανόνες. Κατόπιν, μόνος του ανέλαβε την κηδεία και την ταφή όλων των Μοναχών. Τελειώνοντας, κλείδωσε το Μοναστήρι και επέστρεψε στην σπηλιά του. Με άσκηση και περισυλλογή συνέχισε τον ασκητικό δρόμο που είχε διαλέξει.
Στις μεγάλες γιορτές κατέβαινε στο Μοναστήρι, τελούσε την Θεία λειτουργία, υπηρετούσε με κατάνυξη το Ιερό Θυσιαστήριο, μεταλάβαινε των Αχράντων Μυστηρίων και επέστρεψε πάλι στην σπηλιά του. Έκανε τακτικά τα μνημόσυνα υπέρ των μαρτυρικά τελειωμένων συνασκητών του και ευχόταν να αξιωθεί το ίδιο τέλος για τον ευατόν του. Αντιμετώπιζε δυσκολίες, με το ζόρι εύρισκε τα απαραίτητα για τις λειτουργίες (άρτον, οίνο, κεριά, λάδι, θυμίαμα) και τρεφόταν μόνο με χόρτα, ελιές και σύκα που έβρισκε στο δάσος.
Μετά από πολλούς μήνες, οι Τούρκοι επέστρεψαν πάλι στο Όρος των Αμώμων, συνεχίζοντας τις λεηλασίες.
Στις 14 Σεπτεμβρίου 1425, ο μοναχός Εφραίμ κατέβηκε από την σπηλιά του στο μοναστήρι για να τελέσει την Λειτουργία στην μεγάλη εορτή της Ύψωσις του Τιμίου Σταυρού. Οι αλλόθρησκοι τον είδαν και τον συνέλαβαν αμέσως. Εξοργισμένοι θεωρώντας ότι ο μοναχός είχε αποδράσει από την προηγούμενη σφαγή, άρχισαν να τον χτυπούν και να τον βασανίζουν. Απαιτούσαν να μαρτυρήσει που βρισκόταν κρυμμένοι οι θησαυροί της Μονής. Ο μοναχός τους απαντούσε πως μόνο πνευματικοί θησαυροί υπήρχαν εκεί και προσευχόταν για να πάρει δύναμη. Έφτασαν να του προτείνουν ακόμα και ν’ αλλαξοπιστήσει για να γλιτώσει τον θάνατο. Η απάντηση του μοναχού ήταν φυσικά μία:
– “Δεν φοβάμαι ούτε τα μαρτύρια, ούτε τον θάνατο. Καμιά δύναμη δεν θα με κάνει ν’ αρνηθώ την Πίστη μου στον Πανάγιο Θεό”.
Ήταν ανήμερα των γενεθλίων του, έκλεινε τα σαράντα ένα του χρόνια, όταν άρχισαν τα φρικτά βασανιστήρια. Καθημερινά τον ξυλοκοπούσαν και τον υπέβαλλαν σε οδυνηρούς σωματικούς πόνους. Με αστείρευτη υπομονή δεχόταν ο Μεγαλομάρτυρας τις κακοποιήσεις, προσευχόμενος συνεχώς στον Θεό να του δίνει δύναμη, παρακαλώντας ταυτόχρονα τον Ιησού να συγχωρήσει τους διώκτες του. Επί οκτώμισι μήνες υπέμεινε τα πάνδεινα, ακλόνητος στην Πίστη του και παίρνοντας θάρρος από την εικόνα του Ιησού στον Σταυρό, όταν θυσιαζόταν για όλους μας.
Κάποτε οι Τούρκοι κουράστηκαν να ελπίζουν στην εύρεση θησαυρών και χάνοντας την υπομονή τους μπροστά στην ακατάβλητη Πίστη του μοναχού, αποφάσισαν να τον σκοτώσουν. Σε μια μεγάλη μουριά, που υπάρχει ως σήμερα στον προαύλιο της Μονής, τον κρέμασαν ανάποδα. Με τα πόδια επάνω και το κεφάλι κάτω, συνέχιζαν να τον βασανίζουν αλύπητα. Εξαγριωμένοι με την αντοχή του και την αδιάκοπη προσευχή που έβγαινε από τα χείλη του, λύσσαξαν πραγματικά.
Με μεγάλα καρφιά στα πόδια και το κεφάλι, κάρφωσαν το σώμα του στον κορμό του δέντρου και δεν σταμάτησαν εκεί. Ήταν 5 Μαΐου του 1426, πρωινό Τρίτης, όταν πήραν ένα μυτερό σκληρό ξύλο και αφού του έβαλαν φωτιά, κατατρύπησαν με αυτό το χιλιοβασανισμένο σώμα του, δίνοντας τέλος στο μαρτύριο του. Ήταν ανήμερα της γιορτής της Αγίας Ειρήνης, που ειρήνευσε η Αγία ψυχή του, παραδομένη στον Κύριο Ιησού Χριστό, λαμβάνοντας ως έπαθλο το αμάραντο στεφάνι του Αγίου και Μεγαλομάρτυρα.
ΜΕΡΟΣ Γ’ – Η ΦΑΝΕΡΩΣΗ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ
Η εύρεση των Ιερών Λειψάνων
Χρειάστηκαν 524 ολόκληρα χρόνια από τον μαρτυρικό θάνατό του, ως την στιγμή που ο Παντογνώστης Θεός αποφάσισε να μας τον φανερώσει. Με μια σειρά γεγονότων όπως οράματα, σημάδια του Θεού και εμφανίσεις του ίδιου του Αγίου, βρέθηκαν στις 3 Ιανουαρίου του 1950 τα Ιερά Λείψανα και έγινε σιγά – σιγά γνωστή η ζωή του. Έχουν περάσει πενήντα και πλέον χρόνια ως σήμερα, γεμάτα οράματα, εμφανίσεις και θαύματα του Αγίου. Χιλιάδες πιστοί κατακλύζουν κάθε χρόνο τη Νέα Μάκρη, ελπίζοντας σε ίαση ψυχική, σωματική και πνευματική.
Εκεί η Ηγουμένη Μακαρία και οι μοναχές της , με πολλή ευλάβεια δέχονται τους επισκέπτες στην Μονή του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου όπου φυλάσσονται τα Ιερά Λείψανα του Αγίου Εφραίμ. Η Ηγουμένη ήταν αυτή που αξιώθηκε την τιμή να βρει το Άγιο σκήνωμα όταν ήταν ακόμα νεαρή μοναχή. Αυτή επίσης συγκέντρωσε όνειρα, οράματα, μαρτυρίες, μοναχών και κοσμικών και συνέθεσε κομμάτι – κομμάτι τον βίο του Αγίου Εφραίμ του Μεγαλομάρτυρα και θαυματουργού. Στηριγμένη στην πίστη της, νίκησε τους δισταγμούς της και τον φόβο μήπως τα γεγονότα που διηγηθεί και που βασίζονταν σε οράματα και αποκαλύψεις, θεωρηθούν υπερβολές από τον υλιστικό μας κόσμο.
Στα ερείπια της παλιάς Μονής
Η Θεία Πρόνοια είχε οδηγήσει τα βήματά της, το 1945, στα ερείπια του Μοναστηριού του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου. Βλέποντας την ερήμωση και τα χαλάσματα, αποφάσισε να μείνει εκεί και να προσπαθήσει σιγά – σιγά να αναστηλώσει την παλιά Μονή. Έφτιαξε ένα κελί για να κοιμάται και πήρε και έναν εργάτη να την βοηθήσει να συμμαζέψουν. Καθώς δούλευε, το μυαλό της ξεστράτιζε σε αλλοτινές εποχές που οι Άγιοι με το αίμα τους έθρεφαν το δέντρο της Χριστιανοσύνης. Στη σκέψη της, με καημό νοσταλγούσε να ζούσε την παλιά εποχή και να έβλεπε από κοντά τους Αγίους και τα θαύματά τους. Ο Θεός λοιπόν που γνωρίζει τις σκέψεις των ανθρώπων, αποφάσισε να πραγματοποιήσει τις δικές της. Όπως δούλευε στο προαύλιο, ακούγεται μία απόκοσμη βαθιά φωνή να λέει:
– “Σκάψε εκεί και θα βρεις”.
Η Μοναχή φώναξε τον εργάτη και του ζήτησε να σκάψει σ’ ένα συγκεκριμένο σημείο της αυλής. Υπήρχε εκεί ένας μισογκρεμισμένος τοίχος, ένα μέρος από τζάκι και μερικές θυρίδες σαν να ήταν κάποτε κελί Μοναχού. Εκείνος, με γκρίνια γιατί δεν ήξερε για ποιο λόγο έσκαβε, ξεκίνησε. Είχε περάσει το ενάμισι μέτρο όταν ξαφνικά σταμάτησε. Κάτι είχε βρει. Με πολλή προσοχή, φέρνει στην επιφάνεια ένα κρανίο, που εξέπεμπε γλυκιά ευωδία.
Ο εργάτης τρομοκρατημένος από το εύρημα, απομακρύνθηκε από το σκάμμα. Η Μοναχή όμως, καταλαβαίνοντας πως βρήκαν το Λείψανο κάποιου Αγίου, γονάτισε ευλαβικά και το ασπάστηκε. Τρέμοντας από συγκίνηση μπροστά στον κρυμμένο θησαυρό, έσκυψε και με γυμνά χέρια παραμέριζε το χώμα ώσπου φανερώθηκε ολόκληρο το σκήνωμα. Μπλεγμένο στα οστά ήταν ένα κομμάτι ύφασμα, σαν παλιό ράσο υφασμένο σε αργαλειό. Αμέσως κατάλαβε πως το Άγιο λείψανο ανήκε σε μοναχό.
Είχε αρχίσει να πέφτει μία ψιχάλα γι’ αυτό πήρε προσεκτικά τα οστά και τα τοποθέτησε σε μία από τις θυρίδες που υπήρχαν. Το βράδυ η μοναχή βρισκόταν στην παλιά Εκκλησία και διάβαζε τον Εσπερινό. Ξαφνικά ακούει βήματα, από την πλευρά που είχε βρεθεί ο τάφος, να διασχίζουν την αυλή και να κατευθύνονται στην Εκκλησία. Φόβος την κυρίευσε, βρισκόταν άλλωστε μόνη της στην ερημική περιοχή. Από την πλευρά της πόρτας ακούει μία φωνή να της λέει:
– “Μέχρι πότε θα με αφήσεις εκεί πέρα; Και ποιος μου έβαλε το κεφάλι έτσι…”
Στράφηκε προς την φωνή και τον είδε να στέκεται στην πόρτα. Ήταν ψηλός, αδύνατος, πολύ μελαχρινός, με μικρά στρογγυλά μάτια που είχαν ρυτίδες στις άκρες, γενειάδα που έφτανε ως το στήθος του και φορούσε το ράσο των Μοναχών. Με το δεξί χέρι την ευλογούσε, ενώ από το αριστερό έβγαινε ένα φως απόκοσμο. Αγαλλίασε η ψυχή της μπροστά στη μορφή του και με θάρρος του απάντησε:
– “Συγχώρεσέ με. Μόλις ξημερώσει με το καλό θα τα φροντίσω όλα”.
Ο Άγιος χάθηκε και εκείνη συνέχισε ατάραχη τον Εσπερινό. Το πρωί, αμέσως μετά την Ακολουθία του όρθρου, η Μοναχή πήρε τα οστά, τα καθάρισε προσεκτικά από το χώμα, τα έβαλε σε μία θυρίδα στο Ιερό της Εκκλησίας και τους άναψε κι ένα καντηλάκι. Την ίδια νύχτα είδε στο όνειρό της τον ίδιο Μοναχό. Κρατούσε στην αγκαλιά του μια εικόνα του, ίσαμε το ύψος του, φτιαγμένη όλη από ασήμι. Δίπλα του βρισκόταν ένα μανουάλι. Η Μοναχή πλησίασε, άναψε μία λαμπάδα και άκουσε τη φωνή του:
– “Σ’ ευχαριστώ πολύ. Το όνομα μου είναι Εφραίμ”.
Μια άλλη μέρα που η Μοναχή είχε τελειώσει τον Εσπερινό και έφευγε από την Εκκλησία, άκουσε έναν γλυκό ήχο από κομπολόι. Θεώρησε πως ήταν ο Μοναχός, γύρισε πίσω στο Ιερό, άναψε ένα κεράκι και προσκύνησε τα Άγια Λείψανα που ευωδίαζαν, νοιώθοντας πολύ μικρή μπροστά στο μεγαλείο του Θεού.
Τα μηνύματα της ταφής και του μαρτυρίου του
Πέρασαν τα χρόνια και το Μοναστήρι του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου λειτουργούσε κανονικά με Μοναχές. Μία από τις Μοναχές είδε σε όραμα την ταφή του Μοναχού Εφραίμ.
“Μπροστά στην κουφάλα ενός μεγάλου δέντρου στην αυλή της Μονής, στεκόταν ένα σκυλί, άσπρο με μαύρες βούλες, έκφραση λυπημένη και στα μάτια του κυλούσαν δάκρυα. Στην είσοδο του Μοναστηριού, φάνηκαν τρεις αγρότες. Το σκυλί, πηγαινοερχόταν γρυλίζοντας από το δέντρο, καλώντας τους. Όταν οι αγρότες πλησίασαν στο δέντρο, είδαν πως το σκυλί ακουμπούσε το πόδι του σε μια κουφάλα. Μέσα εκεί βρήκαν το πληγωμένο, καμένο και ματωμένο σώμα του Μοναχού. Το σήκωσαν προσεκτικά, έσκαψαν ένα λάκκο και το έβαλαν. Το σκυλί έσκυψε στην κουφάλα, πήρε ένα κομμάτι από τα πλευρά που είχε μείνει εκεί και το έριξε κι αυτό στον τάφο. Οι αγρότες σκέπασαν τον τάφο κι έφυγαν”.
Από το 1950 που βρέθηκαν τα Άγια Λείψανα, στις 3 Ιανουαρίου, οι Μοναχές γιόρταζαν αυτή την ημέρα στη μνήμη του Μοναχού Εφραίμ. Μια νύχτα στα τέλη Απριλίου του 1966, η Μοναχή Μακαρία είχε μία περίεργη ταραχή και δεν μπορούσε να κοιμηθεί. Κοντά στο ξημέρωμα, βλέπει απέναντί της έναν Μοναχό με ξεθωριασμένο ράσο και αφρόντιστη εμφάνιση. Την πλησίασε, έσκυψε και της είπε:
– “Στις 9 η ώρα, το πρωί της Τρίτης 5 Μαΐου του 1426, ο Άγιος Εφραίμ τελείωσε μαρτυρικώς τη ζωή του από τα χέρια των Τούρκων”.
Το πρωί η αδελφή Μακαρία, πήγε τα Άγια Λείψανα και τα τοποθέτησε μπροστά στην εικόνα του. Μετά διηγήθηκε στις αδελφές της Μονής όλο το περιστατικό. Το επόμενο βράδυ, μια αδελφή είδε στον ύπνο της πως:
“Βρέθηκε σ’ ένα δωμάτιο γεμάτο τάματα. Σκέφτηκε να πάρει δυο να τα προσφέρει στον Άγιο και πλησίασε. Σ’ ένα τραπέζι επάνω, είδε κάτι σαν εικόνα του Αγίου, που τον απεικόνιζε με το κεφάλι κάτω,κρεμασμένο ανάποδα. Στο κάτω μέρος, μικρότερες εικόνες παρουσίαζαν τα μαρτύρια του. Είδε τον Άγιο καρφωμένο με καρφιά ανάποδα σ’ ένα γέρικο δέντρο, με το σώμα βασανισμένο και καταματωμένο, μ’ ένα χοντρό αναμμένο ξύλο να τον διαπερνά και τις φλόγες να κατακαίγουν τα σωθικά του, ενώ οι βασανιστές του παρακολουθούσαν ατάραχοι”.
Μετά από αυτές τις μαρτυρίες, άρχισαν να γιορτάζουν στην Μονή, εκτός από την εύρεση των Λειψάνων του και το μαρτυρικό του τέλος.
Εκείνη την περίοδο άρχισε να συμβαίνει το εξής περίεργο. Σε διάφορες ώρες, ακόμα και στην διάρκεια της λειτουργίας, άκουγαν την εικόνα και την λειψανοθήκη του Αγίου, να τρίζουν δυνατά σαν να έσπαγαν τζάμια. Επίσης πολλές φορές, έβλεπαν τον Άγιο με το ράσο και τις παντόφλες του, να κυκλοφορεί ανάμεσά τους.
Η Εκκλησία του Άγιου
Με διάφορες οπτασίες και οράματα, ο Άγιος Εφραίμ φανέρωνε στις αδελφές κομμάτι-κομμάτι την ιστορία της ζωής του. Η Μοναχή Μακαρία αφηγείται αυτά που θεωρεί σημαντικά. Ένα μεσημέρι, λαγοκοιμόταν από την κούραση. Ξαφνικά βλέπει:
“Μια ιερή πομπή να πλησιάζει προς το κελί της, ψάλλοντας ύμνους. Έφτασαν μέσα στο κελί, πήραν το σώμα του Αγίου που το κουβαλούσαν στους ώμους τους και το απόθεσαν στην αγκαλιά της. Οι ιερείς ξεκίνησαν να κάνουν την κηδεία και όλοι μαζί βρέθηκαν μέσα σε μια Βυζαντινή Εκκλησία, με περίτεχνο διάκοσμο, αφιερωμένη στον Άγιο”.
Ένα μικρό κοριτσάκι που ζούσε στο ίδρυμα της Μονής μαζί με την γιαγιά του, ένα βράδυ που ήταν ξαπλωμένο στο κρεββάτι του, είδε τον Άγιο να το πλησιάζει. Εκείνος το είδε φοβισμένο, του χάιδεψε το κεφάλι και του είπε:
– “Μην με φοβάσαι παιδί μου. Είμαι ο Άγιος Εφραίμ”.
Η γιαγιά του κοριτσιού ένα βράδυ αργά άκουσε κάποιον να στέκεται έξω από την πόρτα του θαλάμου. Πιστεύοντας πως ήταν η αδελφή Μακαρία της φώναξε. Ξαφνικά μια λάμψη φώτισε όλη την περιοχή του Μοναστηριού. Μέσα από το φως εμφανίστηκε ο Άγιος. Κρατούσε στα χέρια του μια μικρή Βυζαντινή Εκκλησία, που είχε τέσσερις τρούλους στις άκρες κι έναν μεγάλο στο κέντρο με έναν φωτεινό Σταυρό. Αμέσως η γιαγιά γονάτισε μπροστά του και ο Άγιος της μίλησε:
– “Είμαι ο Μεγαλομάρτυρας Εφραίμ. Γεννήθηκα 14 Σεπτεμβρίου, ανήμερα του Σταυρού και πάλι 14 Σεπτεμβρίου ημέρα του Σταυρού, άρχισε το μαρτύριο μου. Να πις στην αδελφή Μακαρία, πως θέλω να μου φτιάξει ένα τέτοιο προσκυνητάρι, στην στροφή του δρόμου, εκεί που καθόμουν και ξεκουραζόμουν”.
Πράγματι οι μοναχές έφτιαξαν το προσκυνητάρι, ένα κομψοτέχνημα, μικρογραφία Βυζαντινής Εκκλησίας.
ΜΕΡΟΣ Δ’ – ΤΑ ΘΑΥΜΑΤΑ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ
Η ίαση της κυρίας Β.
Στα πενήντα και πλέον χρόνια από την εύρεση των Ιερών Λειψάνων του Αγίου Εφραίμ, έχουν καταγραφεί πολλά θαύματα του από χριστιανούς που είδαν την αλήθεια της πίστης τους στην ζωή τους. Άνδρες και γυναίκες, μικροί και μεγάλοι, απ’ όλη την Ελλάδα και το εξωτερικό, έτρεχαν και τρέχουν καθημερινά στην χάρη του. Ζητούν την ευλογία του και δέχονται ιάσεις, προστασία και συμπαράσταση. Ένα μικρό μέρος από τα θαύματα αυτά θα γράψουμε στην συνέχεια σαν οδηγό σε αυτούς που αμφισβητούν και απορρίπτουν την Χριστιανική Πίστη και το Μεγαλείο του Υψίστου Θεού.
Σύμφωνα με την διήγηση της αδελφής Μακαρίας. υπήρχε μία κυρία που πρόσφερε δωρεάν εργασία στο Μοναστήρι, ράβοντας ρούχα για τα παιδιά του ιδρύματος. Μια μέρα που η κυρία Β. προσευχόταν γονατιστή στον Άγιο, αισθάνθηκε το άγγιγμα του και πλημμύρισε ευωδία καθώς περνούσε δίπλα της. Για αρκετό καιρό την έχασαν. Δεν ερχόταν στη Μονή, μέχρι που μια γνωστή της τους πληροφόρησε πως ήταν σοβαρά άρρωστη. Η αδελφή Μακαρία έφυγε αμέσως να την επισκεφθεί παίρνοντας μαζί και τα Λείψανα του Αγίου. Η εικόνα της ετοιμοθάνατης που αντίκρυσε την άφησε άφωνη. Αμέσως άρχισε να προσεύχεται στον Άγιο. Η ετοιμοθάνατη άνοιξε τα μάτια της, την είδε και είπε:
– “Μητέρα, ήρθες κοντά μου”.
Η αδελφή Μακαρία ακούμπησε επάνω της τα Ιερά Λείψανα συνεχίζοντας την προσευχή. Η κυρία, πήρε ξαφνικά ζωή, το χρώμα επανήλθε στο πρόσωπό της και ζήτησε φαγητό. Συζητώντας με την αδελφή στη συνέχεια, της ζήτησε να σταυρώσει και μία γιαγιά δίπλα που ήταν τυφλή. Με την χάρη των Λειψάνων του Αγίου και η γιαγιά βρήκε το φως της. Όταν η κυρία έγινε τελείως καλά πήγε στο χωριό της.
Εκεί είχε ένα παραθαλάσσιο κτήμα με ένα σπιτάκι. Ο τόπος της ήταν ξερός και άνυδρος. Παρακάλεσε λοιπόν θερμά τον Θεό και τον Άγιο, να την βοηθήσουν να βρει νερό. Έτσι και έγινε. Με την υπόδειξη του Αγίου, οι εργάτες έσκαψαν πηγάδι που αμέσως γέμισε νερό. Μετά από καιρό, η κόρη της κυρίας βλέπει προς την πλευρά της θάλασσας, να στέκεται ο Άγιος με δυο Αγγέλους. Η κόρη ταράχτηκε, μα ο Άγιος γύρισε και της είπε:
– “Μην φοβάσαι Αννούλα, είμαι ο Άγιος σου Εφραίμ. Ήρθα παιδί μου να πάρω μαζί μου την μητέρα σου, σύμφωνα με το θέλημα του Θεού. Να μην στεναχωρηθείς, γιατί θα την πάω σ’ ένα υπέροχο μέρος, σαν τον κήπο της Εδέμ. Θα είμαι δε πάντα δίπλα σου να σε προσέχω”.
Γύρισε ο Άγιος να φύγει και του λέει η κοπέλα:
– “Καθίστε λίγο ακόμα μαζί μου, Άγιέ μου”.
– “Δεν μπορώ παιδί μου να μείνω περισσότερο γιατί με ζητούν οι άρρωστοι”.
Οι Άγγελοι συμφώνησαν μαζί του και όλοι παρέα χάθηκαν προς τη θάλασσα.
Ο παράλυτος
Ετοιμάζονταν στο Μοναστήρι για αγρυπνία στη μνήμη του Αγίου. Ένας παράλυτος, τους ζήτησε να παρευρεθεί. Πράγματι τον έφεραν οι συγγενείς του, κουβαλώντας τον στον Μοναστήρι μέχρι μέσα στην Εκκλησία. Δεν σταμάτησε στιγμή να κλαίει και να προσεύχεται στον Άγιο παρακαλώντας τον:
– “Ελέησέ με Άγιε του Θεού, λυπήσου με και κάνε με καλά. Συγχώρεσε τις αμαρτίες μου, γιατί εγώ φταίω που υποφέρω”.
Ήταν τόσο δραματική η παρουσία του, που όλοι έκλαψαν. Έφτασε η ώρα που θα πηγαίναμε στον τάφο να ψάλλουν. Ξεκίνησε η πομπή, με την αδελφή Μακαρία να κρατάει τα Άγια Λείψανα, να βγει από την Εκκλησία. Ο παράλυτος συνέχιζε να κλαίει σπαρακτικά. Ξαφνικά τον είδαν όλοι να σηκώνεται, να κάνει τον Σταυρό του και να ακολουθεί την πομπή, περπατώντας μόνος του ως τον τάφο. Από τότε όπου βρισκόταν και όπου στεκόταν δεν σταματούσε να μιλάει για την θαυματουργή χάρη του Θεού και του Αγίου. Παρουσιάζοντας τον ευατόν του σαν ζωντανό παράδειγμα, προέτρεπε τους πάντες να πιστεύουν και να δοξάζουν τον Κύριο. Μια Κυριακή που είχε πάει επίσκεψη στο Μοναστήρι, είχαν πάει ένα παιδάκι μισοπαράλυτο. Μόλις το είδε, γονάτισε και κλαίγοντας παρακαλούσε τον Άγιο να το γιατρέψει όπως γιάτρεψε κι εκείνον. Έτσι και έγινε.
Ο φυλακισμένος
Ένας χριστιανός, βρέθηκε από μία ατυχία στη φυλακή. Καθισμένος στο κρεβάτι του κελιού του, συλλογιζόταν το πρόβλημα του. Ξαφνικά είδε μπροστά του έναν καλόγηρο που στο αριστερό του χέρι άναβε ένα φως και τον άκουσε να του λέει:
– “Μην ανησυχείς, εγώ θα σε προστατεύσω. Να έχεις Πίστη”.
Την άλλη μέρα που πήγε η γυναίκα του στο επισκεπτήριο, της διηγήθηκε τι είχε συμβεί. Αυτή κατάλαβε αμέσως ποιος ήταν ο Καλόγηρος. Του έδειξε μία εικονίτσα που είχε στην τσάντα της και αφού την βεβαίωσε πως ήταν ο ίδιος, έκανε τον Σταυρό της λέγοντας:
– “Ο Καλόγηρος που σε επισκέφθηκα ήταν ο Άγιος Εφραίμ”.
Έχουν περάσει περίπου είκοσι μέρες και ο Καλόγηρος τον επισκέφθηκε πάλι και του είπε:
– “Το δικαστήριο θα γίνει στις 3 Σεπτεμβρίου. Εγώ θα είμαι κοντά σου. Να έχεις Πίστη στον Θεό και να μην ανησυχείς”.
“Έφυγε, έτσι ξαφνικά όπως είχε εμφανιστεί, αφήνοντας μία ευωδία να πλανιέται στον αέρα. Συζητούσε μετά από αυτό με τους συγκρατούμενούς του και τους έλεγε πως η δίκη θα γίνει 3 Σεπτεμβρίου και όλα θα πάνε καλά. Αυτοί γελούσαν, μέχρι που είδαν τις κλήσεις για το δικαστήριο να γράφουν 3 Σεπτεμβρίου. Την παραμονή της δίκης, με άγχος και ανησυχία, έγειρε να κοιμηθεί. Βλέπει λοιπόν στον ύπνο του:
Στην αίθουσα του δικαστηρίου, πρόεδρος ήταν ο Καλόγηρος. Ένας από τους δικαστές, του έδωσε ένα λευκό χαρτί λέγοντάς του πως είναι αθώος.
Έτσι και έγινε. Την άλλη μέρα αθωώθηκε και βγαίνοντας από την φυλακή, πήγε κατευθείαν στο Μοναστήρι. Άναψε λαμπάδα, προσκύνησε τα Ιερά Λείψανα του Αγίου και με δάκρυα στα μάτια του αφιέρωσε τον σταυρό που φορούσε. Ο ίδιος άνθρωπος, που ήταν πλοιοκτήτης, διηγείται άλλο ένα περιστατικό που του συνέβη και τον βοήθησε ο Άγιος. Ήταν χειμώνας, όταν μία νύχτα με φοβερή θαλασσοταραχή, έχασε κάθε επικοινωνία με το καράβι του. Τον έτρωγε η αγωνία. Δεν ήξερε τι είχε συμβεί στο πλοίο και ανησυχούσε τρομερά για τους ανθρώπους που ήταν μέσα σαν πλήρωμα. Αποκαμωμένος, έκλεισε για λίγο τα μάτια του να ξεκουραστεί και βλέπει:
“Τον Άγιο επάνω στη φουρτουνιασμένη θάλασσα, να έχει δέσει το καράβι μ’ ένα σχοινί και να το τραβάει στην στεριά”.
Την άλλη μέρα τον ειδοποίησαν πως το καράβι του είχε πιάσει λιμάνι και όλο το πλήρωμα ήταν καλά. Επίσης ο Άγιος τον έσωσε από βέβαιο θάνατο, όταν του συνέβη ένα αυτοκινητιστικό ατύχημα. Οδηγούσε σ’ έναν χιονισμένο δρόμο, το αμάξι γλίστρησε, έφυγε από το δρόμο κι έπεσε μέσα σε χαράδρα. Οι οδηγοί που ακολουθούσαν, κατέβηκαν σιγά – σιγά να μαζέψουν από τα συντρίμμια ότι θα είχε απομείνει από τον οδηγό. Εκεί με έκπληξη βλέπουν τον οδηγό ελαφρά τραυματισμένο και δίπλα του μια εικονίτσα του Αγίου και την ταυτότητά του.
Ο Άγιος σώζει νεαρή κοπέλα
Είναι 1974, λίγες μέρες μετά την επιστράτευση. Στην Χαλκίδα μένει ένας χριστιανός που κάποτε ο Άγιος του είχε θεραπεύσει μία σοβαρή ασθένεια στο μάτι. Μια νύχτα καθώς κοιμάται, παρουσιάζεται ο Άγιος και του λέει:
– “Σήκω γρήγορα. Πήγαινε αμέσως στο διπλανό σπίτι γιατί ένας άνθρωπος πεθαίνει”.
Εκείνος, νομίζοντας πως βλέπει όνειρο συνέχισε τον ύπνο του. Μα ο Άγιος τον ξυπνά πάλι και με έντονο ύφος του λέει:
– “Γιατί δεν έκανες αυτό που σου είπα; Σήκω γρήγορα και πήγαινε στο διπλανό σπίτι πριν πεθάνει”.
Επιτέλους εκείνος σηκώθηκε, έτρεξε στο διπλανό σπίτι και άρχισε να χτυπά το κουδούνι. Δεν του άνοιξε κανείς, μα σαν να άκουσε από το βάθος ένα βογκητό. Γρήγορα, ειδοποίησε την αστυνομία να τρέξει να προλάβει. Πραγματικά, η αστυνομία παραβίασε την πόρτα και μπαίνοντας μέσα, βρήκαν μία κοπέλα που είχε κόψει τις φλέβες της και έτρεχε το αίμα, επειδή πήραν στρατιώτη τον άνδρα της. Έτσι ο Άγιος, έσωσε την κοπέλα, δοξασμένο το όνομά του.
Η δαιμονισμένη
Η αδελφή καθόταν και παρακολουθούσε την Γερόντισσα που ζωγράφιζε μία εικόνα του Αγίου Εφραίμ. Ξαφνικά χτυπάει η πόρτα, μπαίνει μία άγνωστη γυναίκα και του λέει πως είναι άρρωστη και έχει ανάγκη την προσευχή τους. Πράγματι η αδελφή και η Γερόντισσα αρχίζουν να προσεύχονται και να βάζουν μετάνοιες μπρος στο μισοζωγραφισμένο Άγιο. Η άγνωστη είχε πέσει κάτω σαν μισοπεθαμένη και σφάδαζε. Τότε η αδελφή κατάλαβε, σκύβει και της λέει:
– “Κατάλαβα τι έχεις. Σε έχουν κυριεύσει δαιμόνια”.
Η άγνωστη ανοίγει τα μάτια της και με αγριεμένη φωνή απαντάει:
– “Πως το κατάλαβες πως βρίσκομαι μέσα της; Και να βγάλετε εμένα με τις προσευχές σας, υπάρχουν στρατιές ολόκληρες”.
Στράφηκαν αμέσως προς την εικόνα του Αγίου, ο οποίος σαν να πήρε ζωή, τις προέτρεψε να συνεχίσουν την προσευχή και όλοι μαζί να εκδιώξουν τον δαίμονα.
Εκείνη την ημέρα κατάλαβαν πόσο μεγάλη είναι η δύναμη της Προσευχής. Όπλο φοβερό εναντίον των δαιμόνων και Ουράνιο δώρο και παρηγοριά, στον πόνο, την θλίψη, τις αδυναμίες και τις δυσκολίες της ζωής.
Ο Άγιος ολοζώντανος ανάμεσα μας
Από όλους εκείνους που πίστεψαν πραγματικά στον Άγιο, ακούμε συνέχεια τις φράσεις: μ’ έκανε καλά, τον ονειρεύτηκα, τον οραματίστηκα, με βοήθησε. Μερικές τέτοιες μαρτυρίες θ ‘αναφέρουμε παρακάτω προς αγαλλίαση των ψυχών των χριστιανών. Τα παλιότερα χρόνια που το Μοναστήρι λειτουργούσε με τους μοναχούς, οι αγρότες της περιοχής, νοίκιαζαν τα κτήματα της Μονής, άλλοι για τις ελιές, άλλοι για τ’ αμπέλια και άλλοι για το ρετσίνι των πεύκων. Ένας από αυτούς, έβλεπε έναν Καλόγηρο να κάνει βόλτες στην περιοχή παρ’ όλο που το Μοναστήρι είχε εγκαταλειφθεί. Μια μέρα μάλιστα είδε έξω από το παλιό λιοτρίβι τον Καλόγηρο να μπαίνει από την μια πόρτα και να βγαίνει από την άλλη. Ανησύχησε για το λάδι του και του φώναξε:
– “Που πας παππού, έλα από δω να σε κεράσω και καφεδάκι”.
Ο Καλόγηρος, όπως περπατούσε εξαφανίστηκε και ο αγρότης πολύ αργότερα κατάλαβε πως ο παππούς που έκανε βόλτες στα κτήματα ήταν ο Άγιος Εφραίμ. Η μοναχή Μακαρία διηγείται άλλο ένα όνειρο που αφορούσε τον Άγιο. Είδε ένα βράδυ στον ύπνο της πως βρισκόταν μέσα στην Εκκλησία. Ο Άγιος, φορώντας λαμπρά Αρχιερατικά άμφια, λειτουργούσε στο Ιερό. Κάποια στιγμή πρόβαλλε στην Ωραία Πύλη κρατώντας το Άγιο Δισκοπότηρο και είπε:
– “Μετά φόβου Θεού, Πίστεως και αγάπης προσέλθετε”.
Η μοναχή πλησίασε, έβαλε μετάνοια και ήπιε τρεις φορές από το Άγιο Ποτήριο. Ήταν η γλυκύτερη Θεία Κοινωνία που είχε μεταλάβει στη ζωή της. Ένας πιστός, διηγείται μία φορά πως είχε δει τον Άγιο να περιφέρεται ανάμεσα στους πιστούς, ανήμερα της γιορτής του και κατά την μεταφορά των Ιερών Λειψάνων του. Πολλοί διηγούνται επίσης, ότι έβλεπαν τον Άγιο να προσεύχεται ανάμεσά τους, να φρουρεί το Μοναστήρι ή να ειδοποιεί πως το καντηλάκι του έσβησε, για να το ανάψουν. Μια μοναχή, είδε τον Άγιο καταμεσήμερο επάνω στον τάφο του, νεκρό, άταφο και πληγωμένο. Άρχισε αμέσως να θρηνεί και άκουσε τον Άγιο να της λέει:
– “Κατάλαβες τώρα γιατί πρέπει να ανάβεις το καντήλι μου”.
Πολλές φορές ο Άγιος εμφανιζόταν λουσμένος στο φως. Μοναχές, λένε ιστορίες, για ένα φως που τις νύχτες έκανε τον γύρω του Μοναστηριού, σαν να το προστάτευε. Άλλοτε πάλι ένα λαμπρό φως, ανέβαινε από τον τάφο, έκανε βόλτα όλη την Μονή σκορπώντας λάμψη και θερμότητα και επέστρεφε στον τάφο. Μια νύχτα μάλιστα που οι μοναχές παρασυρμένες από την ομορφιά και το μεγαλείο του τόπου τους και του φεγγαριού, έμειναν έξω ως αργά συζητώντας, είδαν το φως να βγαίνει από τον τάφο, να περνάει πάνω από τα κεφάλια τους, να στέκεται περισσότερη ώρα πάνω από μία αδελφή που παραπονιόταν ότι δεν είχε δει ποτέ τον Άγιο και να φεύγει.
Μαρτυρίες από την Αμερική
Ο Άγις δεν εμφανιζόταν μόνο στο Μοναστήρι του ή στην Ελλάδα. Πολλοί χριστιανοί απ’ όλο τον κόσμο δίνουν μαρτυρίες για εμφανίσεις και θαύματα του Αγίου. Μια μέρα έφτασε στη Μονή μία κυρία, που βαθιά συγκινημένη ζήτησε να προσκυνήσει τα Ιερά Λείψανα. Μετά, με γαληνεμένη την ψυχή της, διηγήθηκε την ιστορία της:
“Κοιμόμουν στην κρεβατοκάμαρα του σπιτιού μου στην Αμερική, όταν ξαφνικά έτριξε η πόρτα σαν να την άνοιγε κάποιος”. Ανασηκώθηκε από το κρεβάτι και βλέπει μπροστά της έναν Καλόγηρο λουσμένο στο φως. Αμέσως γονάτισε μπροστά του και ο Καλόγηρος της είπε:
– “Είμαι ο Άγιος Μεγαλομάρτυρας Εφραίμ, από το Όρος των Αμώμων. Να έρθεις στον Μοναστήρι μου, να με προσκυνήσεις”.
Έτσι ξαφνικά όπως είχε εμφανιστεί, ο Καλόγηρος χάθηκε και το φως έσβησε, αφήνοντας πίσω μια γλυκιά ευωδία. Μια άλλη κυρία στην Αμερική, έπασχε από ανίατη ασθένεια. Ακούγοντας για το θαύματα του Αγίου Εφραίμ και με βαθιά ριζωμένη στην καρδιά της την χριστιανική πίστη, έστειλε στο Μοναστήρι ένα ρούχο της. Παρακαλούσε της Μοναχές να το σταυρώσουν στην εικόνα του Αγίου και να της το στείλουν πίσω να το φορέσει. Έτσι κι έγινε και η γυναίκα θεραπεύτηκε. Με την πρώτη δε ευκαιρία, χωρίς να λογαριάσει κόπο και έξοδα, πήγε η ίδια στο Μοναστήρι να προσκυνήσει στα Άγια Λείψανα και να ευχαριστήσει προσωπικά τον Άγιο, για το θαύμα του.
Ο Άγιος θεραπευτής
Μια πιστή έπασχε από παράλυση των νεύρων της καρδιάς. Τέσσερα χρόνια ήταν κατάκοιτη υποφέροντας από φρικτούς πόνους. Κάποια γνωστή που την επισκέφθηκα, της πήγε ένα βιβλίο με τα θαύματα του Αγίου Εφραίμ. Αφού το διάβασε όλο και έμεινε έκπληκτη από τα τόσα θαυμαστά, έκλεισε τα μάτια της και προσευχήθηκε στον Χριστό, να στείλε και σ’ εκείνη τον απεσταλμένο Του, Άγιο Εφραίμ να την ελεήσει. Δεν πρόλαβε να τελειώσει την προσευχή και το βλέπει ολοζώντανο δίπλα της, να της λέει με γλυκιά φωνή:
– “Παιδί μου τι έχεις;”
– “Η καρδιά μου, το κεφάλι μου, το σώμα μου ολόκληρο, υποφέρω από τρομερούς πόνους. Σε παρακαλώ, Άγιε του Χριστού, βοήθησέ με”.
Έπιασε σιγά-σιγά ο Άγιος να ψηλαφίζει όλες τις κλειδώσεις της. Ενώ στην αρχή οι πόνοι της ήταν αφόρητοι και ήθελε να ουρλιάξει, ένοιωσε το κορμί της να χαλαρώνει πόντο με τον πόντο. Κατόπιν έσκυψε ο Άγιος και ακούμπησε το κεφάλι του στο στήθος της. Αισθάνθηκε την ανάσα του να δίνει πνοή στην καρδιά της, άρχισε να νοιώθει καλά και άκουσε τον Άγιο να της λέει:
– “Πες παιδί μου το όνομά μου δυνατά”.
– “Άγιε μου Εφραίμ, Άγιε μου Εφραίμ, Άγιε μου Εφραίμ”.
Κι ενώ η πρώτη φορά ίσα που ακούστηκε, η δεύτερη ήταν πιο δυνατή και την τρίτη, το φώναξε με τόση δύναμη, που ξύπνησε το παιδί της και την ρωτούσε τι συμβαίνει. Ο Άγιος είχε χαθεί, ενώ η γυναίκα σηκώθηκε επιτέλους από το κρεβάτι, άναψε το καντήλι της και προσευχήθηκε, ευχαριστώντας τον Χριστό και τον Άγιο Εφραίμ.
Όταν το πρωί την πήρε ο ύπνος, είδε στο όνειρό της, ότι βρισκόταν στην Εκκλησία του Άγιου και έκανε να κατέβει τα σκαλάκια για να πάει να προσκυνήσει στον τάφο του. Μια άγρια φωνή την σταμάτησε, λέγοντά της πως είναι αμαρτωλή και δεν μπορούσε, ενώ κάτι χέρια πήραν από μπροστά της τα σκαλιά. Εκείνη αμετάπειστη δήλωσε, πως ακριβώς επειδή ήταν αμαρτωλή, θα προσκυνούσε τον τάφο του ακόμα και πηδώντας μέσα σ’ αυτόν.
Έτσι κι έκανε. Πήδηξε μέσα κι ένοιωσε τα πόδια της να βρέχονται, γιατί ο τάφος είναι πάντα βρεγμένος. Όταν βγήκε έξω, βρέθηκε σε μία αυλή παραδεισένια, που της είπαν ότι είναι του Αγίου. Εκεί καθόταν μία μαυροφορεμένη γυναίκα, που κρατούσε στα χέρια της έναν δίσκο στολισμένο με αγγελάκια. Όταν ρώτησε, της είπαν πως είναι η Μητέρα του Αγίου, χήρα με επτά παιδιά”.
Μετά από λίγο καιρό, η γυναίκα αξιώθηκε να πάει να προσκυνήσει. Τα έχασε, όταν αντίκρισε την Εκκλησία και τον τάφο, ακριβώς όπως τα είχε δει στο όνειρό της.
Το χρυσό ρολόι
Επάνω στην εικόνα του Άγιου υπάρχουν πολλά τάματα. Ένα από αυτά, το χρυσό ρολόι του κυρίου Γιώργου, διηγείται την δική του ιστορία. Συνοδευόμενη από μία μικρή δόκιμη η αδελφή Μακαρία πήγε στην Εκκλησία. Εκεί αντίκρισε μπροστά στην θαυματουργή εικόνα του Αγίου, τον κύριο Γιώργο, την γυναίκα του και τον γιο τους, να προσεύχονται στον Άγιο. Ο κύριος Γιώργος ήταν γνωστός τους. Λίγα χρόνια νωρίτερα, είχε πάει στο Μοναστήρι τους, με μεγάλο πόνο, να ζητήσει από τον Άγιο να σώσει το μονάκριβο παιδί του που ήταν βαριά άρρωστο.
Ο Άγιος του έκανε την χάρη και μέχρι σήμερα το καμαρώνει με το θέλημα του Θεού. Σήμερα, είχε έρθει να παρακαλέσει για τον εαυτό του, επειδή αντιμετώπιζε προβλήματα στην καρδιά. Έψαλλαν όλοι μαζί ευλαβικά την παράκληση για τον κύριο Γιώργο και αυτός συγκινημένος πήρε την οικογένειά του κι έφυγε. Μετά από δεκαπέντε περίπου ημέρες, επέστρεψε στον Μοναστήρι και γεμάτος χαρά τους διηγήθηκε τα εξής:
“Μια μέρα, καθώς διάβαζε την παράκληση του Αγίου, γέμισε το σπίτι του γλυκιά ευωδία. Αμέσως σκύβει και ασπάζεται την εικόνα του. Πέρασαν οκτώ ημέρες από αυτό το περιστατικό και βλέπει στον ύπνο του πως είναι άρρωστος. Ξαπλωμένος σ’ ένα κρεβάτι στην πλατεία ενός χωριού. Βλέπει τον Άγιο να πλησιάζει αργά προς το μέρος του, να κάθεται στο κρεβάτι και να του λέει:
– “Για ‘σένα ήρθα Γιώργο”.
Έπειτα πήρε το κεφάλι του, το ακούμπησε στα γόνατά του και του διάβασε μία ευχή περί ιάσεως. Αυτό ήταν, αμέσως έγινε καλά”.
Συγκινημένος και με δάκρυα στα μάτια, προσκύνησε την εικόνα του Άγιου, κρέμασε το χρυσό ρολόι σε ένδειξη ευγνωμοσύνης και έφυγε.
Το τριαντάφυλλο
Ήταν νύχτα. Η Μονή είχε βυθιστεί στην σιωπή, όταν κάποιοι αργοπορημένοι επισκέπτες, έφτασαν στο Μοναστήρι. ένας κύριος, που ο αδελφός του ήταν ετοιμοθάνατος, παρακάλεσε την αδελφή Μακαρία να πάει μέχρι το νοσοκομείο, να τον σταυρώσει με τα Λείψανα του Αγίου. Αυτή πήγε, ήταν η Παρασκευή των Βαΐων, και βρήκε τους συγγενείς να κλαίνε γύρω του, ενώ είχαν κάνει κι όλες τις απαραίτητες ετοιμασίες. Ο ασθενής, άνοιξε τα μάτια του, είδε την Μοναχή και με μεγάλη προσπάθεια ρώτησε για ποιον Άγιο πρόκειται. Η αδελφή του είπε:
– “Είναι ο Άγιος Εφραίμ. Με τη βοήθειά του θα γίνεις καλά και θα έρθεις στο Μοναστήρι μας να προσκυνήσεις”.
Πράγματι την Μεγάλη Παρασκευή, όταν τελείωσε η Ακολουθία, βγαίνοντας η Μοναχή από την Εκκλησία, τον βλέπει να στέκεται στο προαύλιο υγιέστατος και χαρούμενος από το πολύτιμο δώρο που του χάρισε ο Άγιος. Είχε φτάσει η παραμονή της γιορτής του Αγίου και οι αδελφές ετοίμαζαν την Εκκλησία για την Λειτουργία. Η αδελφή Μακαρία τοποθετούσε ένα στεφάνι από τριαντάφυλλα στην εικόνα του Αγίου.
Όταν τελείωσε, ένα τριαντάφυλλο έπεσε και σταμάτησε επάνω στον τζάμι στο μάγουλο του Άγιου. Σκέφτηκε να το φτιάξει, μα το άφησε εκεί, για να το δώσει ο Άγιος όπου ήθελε. Πολύ κόσμος παρακολούθησε την ακολουθία με κατάνυξη. Ανάμεσά τους και ο προαναφερόμενος άνθρωπος. Όταν έφτασε μπροστά στην εικόνα να προσκυνήσει συνέβη το εξής. Το τριαντάφυλλο που όλες αυτές τις ώρες ήταν κρεμασμένο, έπεσε στο κεφάλι του. Συγχρόνως άκουσε την γλυκιά φωνή του λέει:
– “Πες το δυνατά παιδί μου, να το ακούσουν όλοι, πως έγινες καλά. Μην κρύβεις την ευεργεσία που έλαβες”.
Πράγματι, αυτός διηγήθηκε τι είχε συμβεί ενώ η οικογένεια του στεκόταν δίπλα του ευτυχισμένη. Η ευγνωμοσύνη είναι μεγάλη αρετή και πρέπει να εκφράζεται δημόσια.
Η προφητεία
Ήταν Μεγάλη Τεσσαρακοστή. Μια αδελφή του Μοναστηριού, στις 19, 20 και 21 Απριλίου του 1967, έβλεπε συνέχεια τον Άγιο, θλιμμένο και ανήσυχο να προσεύχεται. Έμπαινε στην Εκκλησία, έβγαινε στην αυλή, πήγαινε έξω από το Μοναστήρι, άλλοτε γονατιστός και άλλοτε όρθιος με τα χέρια υψωμένα σαν να ικέτευε. Ποια μπορούσε να φανταστεί τα γεγονότα που θ’ ακολουθούσαν στην χώρα μας. Μετά από λίγες μέρες, είδαν όλες οι αδελφές ξαφνιασμένες το πρόσωπο του Αγίου στην εικόνα του, να ιδρώνει. Ο ιδρώτας κυλούσε από το μέτωπο, στο πρόσωπο, στα γένια και στο σώμα του ολόκληρο. Ήταν άραγε από αγωνία;
Την ίδια εποχή, άρχισε να τρέχει ξαφνικά από την εικόνα του Αγίου μύρο. Έβαλαν ένα δοχείο, για να το μαζεύουν για τους αρρώστους. Το μύρο έτρεχε, το δοχείο γέμισε, μα δεν χυνόταν έξω. Μια αδελφή που ήταν σκυμμένη, άκουσε την φωνή του Αγίου, πλημμυρισμένη θλίψη να λέει:
– “Θα γίνει και καλό, μα θα γίνει και πάρα πολύ μεγάλο κακό”.
ΕΠΙΛΟΓΟΣ
Είναι πάρα πολλές οι μαρτυρίες για τις εμφανίσεις και τα θαύματα του Αγίου Εφραίμ, που είναι αδύνατον να τα γράψουμε όλα σ’ αυτό το μικρό βιβλίο, το αφιερωμένο στην ζωή του. Το τελευταίο που θα αναφέρουμε, αφορά την Εκκλησία του. Όταν έφτασε η ευλογημένη ώρα, που αξίωσε ο Κύριος, να χτιστεί ο Ναός του Αγίου, βρέθηκε από Θεία Πρόνοια, παλιά πέτρα που στόλιζε άλλοτε ένα οικοδόμημα στην Αθήνα. Η Ηγουμένη Μακαρία αναρωτιόταν, που ακριβώς θα ήθελε ο Άγιος να χτιστεί η Εκκλησία του. Φτάνει τότε μια προσκυνήτρια στο Μοναστήρι και της λέει:
– “Είδα στο όνειρό μου τον Άγιο Εφραίμ και μου είπε:
– “Να πας να πεις της Γερόντισσας, ότι τον τάφο μου τον θέλω μέσα στην Εκκλησία μου”.
Πεντέμισι αιώνες φύλαγε η γη, σαν πολύτιμο θησαυρό, στους κόλπους της τον Άγιο Εφραίμ, μέχρι που ο πολυεύσπλαχνος Θεός μας τον φανέρωσε, για να τον έχουμε βοηθό και οδηγό στις δύσκολες μέρες που ζούμε. Ας αναγνωρίσουμε όλοι την δύναμη της πίστης και της προσευχής και ας προστρέχουμε σ’ Αυτόν, με ταπεινή καρδιά, παρακαλώντας Τον να μας ελεήσει. Και όλοι μαζί, ας ζητήσουμε από αυτόν τον Άγιο του Θεού Εφραίμ, να είναι πάντα δίπλα μας, να μας φωτίζει, να μας στηρίζει και να μας καθοδηγεί.