Ο άγιος Αυγουστίνος και η μητέρα του, αγία Μόνικα
Ό άγιος Αυγουστίνος γεννήθηκε τό 354 στήν Ταγάστη, μικρή πόλη της Νουμιδίας (σημ.. Σοϋκ ‘Αράς, στήν Αλγερία).
Εμελλε νά παραμείνει εννέα χρόνια αιχμάλωτος στά δίχτυα αυτής τής τόσο χονδροειδούς αίρέσως
Ο άγιος Αυγουστίνος και η μητέρα του, αγία Μόνικα
Μετά τήν ανάρρωση του από βαρειά ασθένεια, απέκτησε θέση δημόσιου ρήτορα στο Μιλάνο, όπου και εγκαταστάθηκε όνειρευόμενος ακόμη μία λαμπρή σταδιοδρομία στήν διοίκηση (384). Εκεί γνωρίσθηκε με τόν επίσκοπο άγιο Αμβρόσιο [7 Δεκ.], ό όποιος τόν κατέκτησε με τήν πραότητα και τήν χάρη του, κυρίως όμως με τήν λαμπρή εύγλωττία του και τις πνευματικές ερμηνείες τής Αγίας Γραφής πού άνοιξαν τήν καρδιά του στο βάθος του Λόγου του Θεού. Ή Μόνικα πού είχε έλθει νά τόν βρει, τόν έπεισε να εγκαταλείψει τήν παλλακίδα του και μάταια προσπάθησε να του εξασφαλίσει έναν καλό γάμο.
Τά σκοτάδια της αμφιβολίας διαλύθηκαν αμέσως και ένα γλυκό φώς έλουσε τήν καρδιά του με χαρά.
Τήν στιγμή εκείνη είχε γίνει άλλος άνθρωπος, πού στο έξης θά ζούσε μόνο γιά τόν Χριστό και τήν Εκκλησία Του. Όταν έκμυστηρεύθηκε τήν αποκάλυψη αυτή στήν μητέρα του, εκείνη ένιωσε μεγάλη αγαλλίαση. Αφού εγκατέλειψε γιά πάντα τό επάγγελμα του «λογοπράτου», πέρασε λίγους μήνες αποσυρμένος σέ εξοχικό κτήμα με τήν μητέρα του, συγγενείς και κάποιους φίλους αναλαμβάνοντας από μία ασθένεια τήν οποία είχε επιδεινώσει ή συγκίνηση της μεταστροφής του.
Σέ αυτό τό εμβρυώδες μοναστήρι, δπου επιθυμούσε νά διάγει βίο παρόμοιο με εκείνο της αποστολικής κοινότητας της Ιερουσαλήμ, ο Αυγουστίνος συνδύασε τήν προσευχή, τήν μελέτη τών Γραφών και τις φιλοσοφικές συζητήσεις. Επιστρέφοντας στο Μιλάνο ακολούθησε αυστηρή και άποτραβηγμένη βιοτή πριν βαπτισθεί από τόν άγιο Αμβρόσιο στις 24 Απριλίου 387, μαζι με τόν Αλύπιο και τόν γιό του Αδεοδάτο.
Κατόπιν μετέβη στήν Όστια, με τήν αγία Μόνικα, με σκοπό νά επιστρέψει στήν Αφρική γιά νά ασπασθεί τήν μοναχική πολιτεία.
“Ενα βράδυ, ενώ συζητούσαν με τους άγχωνες ακουμπισμένους σέ ένα παράθυρο, συνεπαρμένοι αίφνης από τήν ορμή των γεμάτων ευλάβεια λόγων τους και ανοίγοντας άπληστα τό στόμα τής καρδιάς τους στά νερά τής ουράνιας Πηγής, βρέθηκαν μεταρσιωμένοι σέ ένα είδος έκστασης, υπεράνω των ορατών και αοράτων κτισμάτων, ερχόμενοι σέ κοινωνία με τήν αιώνια Σοφία, στιγμή πνευματικής θεωρίας πού τους φάνηκε νά είναι μία πρόσκληση νά γευτούν εδώ κάτω τήν αιώνια ζωή, κατά τόν ευαγγελικό λόγο: εί’σελΰε εις τήν χαράν τον κνρίον σον (Ματθ•. 25, 21).
Ή άγια Μόνικα έκοιμήθη λίγο αργότερα και ό Αυγουστίνος, αναβάλλοντας τά σχέδια του, παρέμεινε γιά κάποιο διάστημα ακόμη στήν Ιταλία γιά νά γράψει απολογητικά έργα κατά τών μανιχαίων.
Τόν Σεπτέμβριο του 388 επέστρεψε στήν Ταγάστη μαζι με τόν Αλύπιο και τόν Αδεοδάτο, ο όποιος σέ λίγο πέθανε.
Ό Αυγουστίνος πούλησε όλα τά υπάρχοντα του γιά νά μοιράσει τό αντίτιμο στους φτωχούς και επί τρία χρόνια αφιερώθηκε στήν οργάνωση μιάς μονής μαζί με τους φίλους και μαθητές του.
Στήν νηστεία και τήν προσευχή συνήψε τήν μελέτη του Νόμου του Θεού, νυχθημερόν και ό,τι ό Κύριος τόν έκανε νά κατανοεί, τό μετέδιδε με τις συζητήσεις σέ όσους ήσαν παρόντες και στους απόντες με επιστολές. Μία ήμερα πού είχε μεταβεί στήν Ιππώνα κατόπιν αιτήματος ενός αυτοκρατορικού λειτουργού πού επιθυμούσε νά τόν ακούσει πριν μεταστραφεί, ό γέροντας επίσκοπος Ούαλέριος τόν παρουσίασε στο εκκλησίασμα.
Και ενώ ο ιεράρχης εξέφρασε τήν ανάγκη πού υπήρχε νά χειροτονηθεί ένας ιερέας ό όποιος νά τόν βοηθά στο κήρυγμα στά λατινικά, διότι ό ίδιος ήταν ελληνόφωνος, οι πιστοί άρπαξαν κυριολεκτικά μέσα σέ επευφημίες τόν Αυγουστίνο και τόν ανάγκασαν νά δεχθεί. με πολλά δάκρυα μπροστά στον κίνδυνο πού παρουσιάζει τό ποιμαντορικό λειτούργημα, δέχθηκε τελικά νά «έγκατελείψει τόν Θεό χάριν του Θεού», δηλαδή νά απαρνηθεί τήν γλυκεία έρημία του μοναστηρίου γιά νά υπηρετήσει τό Σώμα του Χριστού.
Πέτυχε ωστόσο μιά αναβολή μερικών μηνών, ώστε νά προετοιμασθεί γιά τό λειτούργημα του με τήν μελέτη τής Γραφής, και μετά τήν χειροτονία του ο επίσκοπος του παραχώρησε ένα κομμάτι γής κοντά στήν εκκλησία γιά νά ιδρύσει εκεί ένα νέο μοναστήρι, τήν «Μονή του Κήπου», άπ’ όπου εξήλθαν δέκα περίπου επίσκοποι.
Ο άγιος Αυγουστίνος και η μητέρα του, αγία Μόνικα: υιός δακρύων…
Περί τά τέλη του έτους 395, χειροτονήθηκε επίσκοπος και διαδέχθηκε λίγο αργότερα τόν Ούαλέριο στήν έδρα της Ίππώνος. Τοποθετημένος στον θρόνο της μικρής αυτής επισκοπής, άλλα φωτίζοντας όλη τήν Εκκλησία της Αφρικής μέχρι τις εσχατιές του λατινικού κόσμου με τήν διδασκαλία του, ό άγιος Αυγουστίνος υπήρξε επί τριάντα πέντε χρόνια τό υπόδειγμα του καλόν ποιμένος, προσφέροντας τήν ζωή του γιά τό ποίμνιο του και λογίζοντας τόν εαυτό του «δούλο τών δούλων του Θεού».
Κήρυττε ακαταπόνητα κάθε ημέρα (σώζονται περί τους οκτακόσιους “λόγους του), θίγοντας όλα τά ζητήματα με απαράμιλλη ζωντάνια και τέχνη και επιδιώκοντας νά μεταδίδει στους ακροατές του τήν αγάπη του Θεοΰ και τών ουρανίων αγαθών. Κατά τήν διάρκεια της ημέρας έλυνε διαφορές, φρόντιζε άγρυπνα γιά τήν διοίκηση της Εκκλησίας, μεριμνούσε γιά τους φτωχούς ενώ τήν νύχτα γινόταν ξανά μοναχός, αφιερωμένος ολόκληρος στήν αγάπη του Νυμφίου. Ζούσε στήν επισκοπή του από κοινού με τόν κλήρο του, γιά τόν όποιο συνέταξε έναν μοναχικό Κανόνα, προσαρμοσμένο στις συνθήκες τους, άλλά απαιτώντας τήν αυστηρή τήρηση της άκτημοσύνης και τών ευαγγελικών εντολών.
Ή φλογερή αγάπη του γιά τήν ενότητα της Εκκλησίας δέν τόν άφηνε αδιάφορο απέναντι σέ καμμία από τις υποθέσεις πού τάρασσαν τήν Χριστιανοσύνη.
Συμμετείχε σέ συνόδους και περιόδευε στήν Ρωμαϊκή Αφρική, πού σπαρασσόταν τότε από διαιρέσεις, βάζοντας όλη τήν τέχνη και δεξιότητα του στήν υπηρεσία της Αληθείας. Έγραψε περί τά εκατό συγγράμματα, τά περισσότερα εκ τών όποιων είναι αφιερωμένα στον αγώνα κατά σχισματικών, αιρετικών και εθνικών. Μετά τήν λαμπρή ανασκευή του μανιχαϊσμού, κατηύθυνε τόν αγώνα του κατά τών σχισματικών νοβατιανών, οι όποιοι αξίωναν νά υποτάσσουν τήν εγκυρότητα τών μυστηρίων στήν αρετή του λειτουργού και επί έναν αιώνα έσπερναν ολέθρια ζιζάνια στήν Εκκλησία της Αφρικής έγκαθιστώντας έκεί μία παράλληλη ιεραρχία.
Ο άγιος Αυγουστίνος και η μητέρα του, αγία Μόνικα: υιός δακρύων…
Καθώς όλες οι προσπάθειες και τά επιχειρήματα του άγιου επισκόπου νά τους επαναφέρει στους κόλπους τής Εκκλησίας προσέκρουαν στο αδιάλλακτο μίσος τους, αποφάσισε με βαρειά καρδιά νά προσφύγει στήν κοσμική εξουσία, χωρίς όμως ποτέ νά δικαιώσει τις πράξεις βίας.
Καθώς ήταν πολλοί εκείνοι πού απέδιδαν στους χριστιανούς τήν ευθύνη γιά τήν πτώση τής Ρώμης (410), ο Αυγουστίνος συνέγραψε ένα μεγάλο έργο, τήν Πολιτεία τον Θεον, έναν μεγάλης εμβέλειας στοχασμό πάνω στήν ανθρώπινη ιστορία, όπου δείχνει ότι ή Εκκλησία περνώντας μέσα από τις περιπέτειες και μεταπτώσεις του βίου της βρίσκεται καθ’ δδόν προς τήν αιώνια Βασιλεία. Έν συνεχεία υποχρεώθηκε νά αγωνισθεί εναντίον τής αίρέσεως του πελαγιανισμοΰ.
Ή αίρεση αυτή που μείωνε τόν ρόλο τής θείας χάριτος και πρέσβευε ότι ό άνθρωπος μπορούσε νά καταφέρει με τις δικές του δυνάμεις νά μήν άμαρτάνει, αρνούνταν εξάλλου τήν μετάδοση του προπατορικού αμαρτήματος και διακήρυσσε άχρηστο τόν νηπιοβαπτισμό.
Ό Αυγουστίνος προσπάθησε νά ανατρέψει τό δόγμα αυτό γιά νά υπερασπίσει τήν Πίστη τής Εκκλησίας• παρασυρόμενος όμως από τις αναγκαιότητες τής αντιπαράθεσης και από τό λάβρο γιά λογικές διασαφήσεις πνεύμα του, εδραίωσε, μεταξύ ανθρωπινής φύσης και θείας χάριτος μία υπερβολικά αυστηρή αντίθεση πού θά επρόκειτο νά έχει αργότερα ολέθριες συνέπειες στήν Δύση. Κατόρθωσε νά καταδικαστούν οι πελαγιανιστές από τις Συνόδους τής Καρχηδόνος (411) και Ρώμης (417), ή αίρεση όμως δεν έξαλείφθηκε.
Όταν οι Βάνδαλοι, προερχόμενοι από τήν Ισπανία, άρχισαν νά εισβάλλουν στήν χριστιανική Αφρική, ερημώνοντας τά πάντα στο πέρασμα τους, ό άγιος επίσκοπος αναλώθηκε δίχως νά λογαριάζει κόπους και ενέργεια προκειμένου νά σώσει ό,τι μπορούσε νά σωθεί ακόμη.
Μετά από σαράντα έτη έπισκοπείας και αποστολικών μόχθων, έβλεπε με πόνο νά άναγεννάται ή ειδωλολατρία μέσα στά αιματοβαμμένα ερείπια και νά επιβάλλεται ή αίρεση του αρειανισμού από τους κατακτητές. Ή Ίππώνα πολιορκούνταν ήδη έπί τρεις μήνες, όταν ο Αυγουστίνος προσβλήθηκε από ισχυρό πυρετό. Είχε βάλει νά κρεμάσουν στους τοίχους του δωματίου του τους Ψαλμούς τής μετανοίας, και με τήν θέρμη νεοφύτου παρέδωσε τήν άλκιμη ψυχή του στον Κύριο στις 28 Αυγούστου 427.
‘Αν ή θεολογία του αγίου Αυγουστίνου έδωσε αφορμή γιά παρεκκλίσεις στήν μεσαιωνική Δύση, έν τούτοις δέν μπορεί νά του καταλογισθεί δτι υπήρξε αιρετικός, διότι πάντοτε υπέβαλλε ταπεινά τούς στοχασμούς του στήν κρίση της Εκκλησίας, ένώ στήν κατακλείδα του έργου του Περί Άγιας Τριάδος έγραφε: «Κύριε, Θεέ ένοειδή, Θεέ τριαδικέ, όλα όσα έγραψα στά βιβλία μου προέρχονται από Σένα, κι άν ό,τιδήποτε προέρχεται από μένα, ζητώ συγχώρηση από Σένα και τούς ανθρώπους Σου».
Πηγή: Νέος Συναξαριστής της Ορθοδόξου Εκκλησίας, Εκδόσεις Ίνδικτος
diakonima.gr http://www.paterikiorthodoxia.com/2013/06/blog-post_6844.html
Αγία Μόνικα: με την υπομονή και με τα δάκρυά της έσωσε τον σύζυγο και τον άσωτο γιό της…
Η Αγία Μόνικα· η υποδειγματική σύζυγος και μητέρα…
Προς όλες τις απελπισμένες συζύγους και μητέρες : Το λαμπρό παράδειγμα της Αγίας Μόνικας
Η Αγία Μόνικα ( 332-388 ) γεννήθηκε στην Ταγάστη της Νουμιδίας από χριστιανούς γονείς. Ήταν μητέρα του μεγάλου θεολόγου και φιλοσόφου αγίου Αυγουστίνου. Οι γονείς της την πάντρεψαν το 350 μʼ έναν ειδωλολάτρη , τον Πατρίκιο, άνθρωπο καλοπροαίρετο, αλλά πολύ οξύθυμο και άστατο. Η Μόνικα με την υποταγή και την υπομονή της αγωνίστηκε να τον οδηγήση στον Χριστό. Στις ώρες ηρεμίας έριχνε στην καρδία του συζύγου της τα σπέρματα του θείου λόγου, κι όταν εκείνος κοιμόταν, αυτή τα πότιζε με τα δάκρυά της προσευχής της.
Ο άγιος Αυγουστίνος και η μητέρα του, αγία Μόνικα
Πολλές φίλες της έρχονταν στο σπίτι της με έκδηλα στο πρόσωπό τους τα χτυπήματα των συζύγων τους και απορούσαν πώς η Μόνικα , που είχε σκληρό άνδρα, κατάφερνε να ζη μαζί του ειρηνικά και χωρίς ξυλοδαρμούς. Η χαρά της αγίας ήταν απερίγραπτη όταν ο Πατρίκιος έγινε με τον καιρό ένας αληθινός χριστιανός. Με την ίδια υπομονή και μακροθυμία αντιμετώπιζε και την πεθερά της , η οποία ήταν ιδιότροπη και διαρκώς την έβριζε και την ταπείνωνε μπροστά στους ξένους. Τελικά με την αρετή της, της προσείλκυσε την συμπάθεια και την εκτίμησή της.
Όταν ο ιερός Αυγουστίνος ήταν μικρός, αρρώστησε και κινδύνεψε να πεθάνη. Σκέφθηκαν τότε να τον βαφτίσουν. Η μητέρα του όμως προέβλεπε τους δυνατούς πειρασμούς που θʼ αντιμετώπιζε στη νεότητά του και γιʼ αυτό ανέβαλε τη βάφτισή του.
Μαζί με το γάλα της η ευσεβής μητέρα φρόντισε να μεταδώση στο παιδί της και την ευσέβεια. Διέκρινε όμως σʼ αυτό τον χαρακτήρα του πατέρα του και διαισθανόταν τον κίνδυνο που θα διέτρεχε η ψυχή του μέσα στη διεφθαρμένη κοινωνία εκείνης της εποχής.
Όσο μεγάλωνε ο γιος της , μεγάλωναν τα πάθη του και τα όργιά του. Η προσευχή της μητέρας ανέβαινε πύρινη στον θρόνο του Θεού, αλλά φαινόταν πως δεν εισακούεται. Ο Αυγουστίνος πηγαίνει στην Καρχηδόνα για να σπουδάση. Εκεί ψήνεται στο σεξουαλικό καμίνι της διεφθαρμένης πόλεως. Η μητέρα μαθαίνει ότι ο γιος της παραστράτησε , και τρέχει ταραγμένη νομίζοντας ότι η παρουσία της θα τον συγκρατήση. Δυστυχώς τα λόγια και τα δάκρυά της δεν συγκινούν πια την καρδιά του Αυγουστίνου.
Δεν χάνει όμως το θάρρος της.
Προσπαθεί υπομονετικά να διεγείρη στην ψυχή του την αποστροφή για την αμαρτία. Το αποτέλεσμα είναι πάλι αρνητικό, αλλά η πιστή μητέρα δεν απελπίζεται. « Προσεύχεται εκτενέστερον » και χύνει δάκρυα περισσότερα απʼ αυτά που χύνουν οι μητέρες για τον θάνατο των παιδιών τους. Πόση πικρία δοκιμάζει όταν μαθαίνη ότι ο γιος της έχει σε ηλικία δεκαοκτώ ετών εταίρα και εξώγαμο παιδί! Ελπίζει όμως στη μετάνοιά του. Η ελπίδα αυτή μαζί με τη δυνατή πίστη τη συγκρατούν.
– Μια μέρα παιδί μου, του λέει, θα έρθης εκεί που είμαι εγώ.
Νέα θλιβερή είδηση καταφθάνει από την Καρχηδόνα. Ο Αυγουστίνος έγινε αιρετικός – μανιχαίος ! Φίδι φαρμακερό δάγκωσε τη Μόνικα, η οποία αυτή τη φορά λυγίζει. Πηγαίνει ξανά μόνη της στην Καρχηδόνα , κλαίει, θρηνεί, ικετεύει. Όλα όμως πάνε χαμένα. Μοναδική παρηγοριά κι ελπίδα της είναι η προσευχή. Μέρα- νύχτα παλεύει με τον Θεό. Καταφεύγει σε κάποιον επίσκοπο, ο οποίος τη συμβουλεύει και την παρηγορεί. Τέλος της λέει:
Ο άγιος Αυγουστίνος και η μητέρα του, αγία Μόνικα: υιός δακρύων…
– Πήγαινε στην ευχή του Θεού , παιδί μου. Ποτέ δεν θα χαθή ο γιός τόσων δακρύων!
Ο Θεός όμως θέλει να δοκιμάση περισσότερο την ιώβεια υπομονή της . Ο Αυγουστίνος της είπε ότι θα πάη στην Ιταλία. Η Μόνικα , αφού δεν μπορεί να τον μεταπείση, αποφασίζει να πάη μαζί του. Κατεβαίνουν στο λιμάνι, αλλά εκείνος την ξεγελά και εξαφανίζεται . Ταξιδεύει μόνος. Η μητέρα ξημερώνεται στην προσευχή , πνιγμένη στα δάκρυα. Με ραγισμένη καρδία , αλλά με γενναίο φρόνημα, υψώνει τα μάτια στον ουρανό , κι ύστερα αγναντεύει το πέλαγος.
– Κύριε ! φωνάζει. Αφήνω το παιδί μου στον ωκεανό της ευσπλαχνίας Σου. Τα κύματα της χάριτός Σου ας το οδηγήσουν στο λιμάνι Σου.
.
Γέρασε η Μόνικα στη σχολή της υπομονής και της ελπίδος. Αντί να επιμένη την επιστροφή του ασώτου υιού, βάλθηκε η ίδια να τον κυνηγά σε στεριές και θάλασσες. Εγκαταλείπει την Αφρική και έρχεται στα Μεδιόλανα ( Μιλάνο) για την τελική επίθεση. Στα Μεδιόλανα ζει το γλυκοχάραμα της επιστροφής του ασώτου. Η μία χαρά διαδέχεται την άλλη : ο Αυγουστίνος αηδίασε τους μανιχαίους και τους εγκατέλειψε. Με βαθιά συγκίνηση τον βλέπει να συχνάζη στα κηρύγματα του αγίου επισκόπου Αμβροσίου και να μιλά γιʼ αυτόν με σεβασμό και εκτίμηση.
Ο Αυγουστίνος παλεύει. Τα δεσμά της αμαρτίας χαλάρωσαν , αλλά ακόμη δεν έσπασαν. Γιʼ αυτό τελικά μνηστεύεται.
Τέσσερις γυναίκες τον πολιορκούν εκείνη την εποχή. Δύο ερωμένες , η μνηστή και η μητέρα του. Παλεύουν κι οι τέσσερις να τον κατακτήσουν. Τέλος νικά η μητέρα του , ο άνθρωπος της προσευχής και των δακρύων, της υπομονής και της ελπίδος.
Εκείνη που νίκησε τον ατίθασο σύζυγο και τη δύστροπη πεθερά, νίκησε τώρα τον γιό της ύστερα από τριάντα χρόνια αγώνος και προσευχής.
Ο Αυγουστίνος παίρνει σταθερή απόφαση να επιστρέψη στον Χριστό και νʼ αφοσιωθή στο έργο της Εκκλησίας Του. Ποιος μπορεί να νιώση τη χαρά της Μόνικας την ώρα που βαπτιζόταν ο γιός της ; Εδώ τελείωσε η αποστολή της. Είδε πια το παιδί της στην αγκαλιά του Κυρίου.
– Νυν απολύεις την δούλην Σου, Δέσποτα, εν ειρήνη, ψελλίζει συγκινημένη. Μητέρα και γιός επιστρέφουν στην Αφρική. Στην Όστια, στις εκβολές σταθμεύουν σε μια φιλική έπαυλη για να ξεκουραστούν. Εκεί η Μόνικα αρρωσταίνει και σε λίγες μέρες, σε ηλικία 56 ετών, παραδίδει το πνεύμα της « εν ειρήνη » στον Δέσποτα Χριστό. Ο Κύριος είχε εκπληρώσει και την τελευταία επιθυμία της. ]
Από το βιβλίο « Χαρίσματα και χαρισματούχοι » Τόμος τρίτος Ιερά μονή Παρακλήτου Ωρωπός Αττικής 2002
πηγή κειμένου:orthodoxi-diapaidagogisi.blogspot.gr