Των Αγίων Χαριτίνης της Μάρτυρος και Μαμέλχθα της Μάρτυρος 05 Οκτωβρίου

 

Των Αγίων Χαριτίνης της Μάρτυρος και Μαμέλχθα της Μάρτυρος 05 Οκτωβρίου

Των Αγίων Χαριτίνης της Μάρτυρος και Μαμέλχθα της Μάρτυρος 05 Οκτωβρίου

Τω αυτώ μηνί Ε’, της Αγίας Μάρτυρος Χαριτίνης.

Όπερ δι’ ευχής είχε σαρκός την λύσιν,
Ιδού δι’ ευχής λαμβάνει Χαριτίνη (1).

 

Πέμπτη Χαριτίνη εισέδραμεν άστυ θεοίο.

Αύτη η Αγία ήτον κατά τους χρόνους του βασιλέως Διοκλητιανού, και Δομετίου κόμητος, εν έτει σϞ’ [290], δούλη Κλαυδίου τινός. Ακούσας δε ο κόμης Δομέτιος περί αυτής, ότι είναι Χριστιανή, γράφει εις τον αυθέντην της Κλαύδιον, να αποστείλη την Χαριτίνην εις αυτόν δια να την εξετάση. Ο δε αυθέντης αυτής λυπηθείς, ενεδύθη σάκκον, ήτοι τρίχινον φόρεμα, και εθρήνει.

Η δε Χαριτίνη παρηγορούσα αυτόν, έλεγε. Μη λυπού, αυθέντα μου, αλλά χαίρε. Επειδή εγώ έχω να λογισθώ κοντά εις τον Θεόν, μία ευπρόσδεκτος θυσία δια τας εδικάς μου και εδικάς σου αμαρτίας.

Ο δε Κλαύδιος απεκρίθη. Δούλη του Θεού, ενθυμού και εμένα κοντά εις τον επουράνιον Βασιλέα. Φερθείσα λοιπόν η Αγία δια μέσου του κόμητος, έμπροσθεν εις τον υπατικόν δεδεμένη, ωμολόγησε τον Χριστόν. Όθεν δια καταισχύνην ξυρίζεται τας τρίχας της κεφαλής. Και ω του θαύματος! ευθύς πάλιν η κεφαλή της εγέμωσεν από μαλλία δια της θείας δυνάμεως. Έπειτα βάλλουσιν εις την κεφαλήν της κάρβουνα αναμμένα, και μαζί με αυτά χύνουσι και ξύδι.

Έπειτα εμπήγουσιν εις τα βυζία της σουβλία αναμμένα, και κατακαίουσι τα πλευρά της με λαμπάδας. Μετά ταύτα κρεμάσαντες πέτραν από τον τράχηλόν της, ρίπτουσιν αυτήν εις την θάλασσαν.

 

Των Αγίων Χαριτίνης της Μάρτυρος και Μαμέλχθα της Μάρτυρος 05 Οκτωβρίου

Επειδή δε η Αγία ελυτρώθη παραδόξως και δεν επνίγη, δια τούτο εδέθη εις ένα τροχόν. Είτα σύρεται πολλαίς φοραίς επάνω εις ένα σωρόν αναμμένων καρβούνων. Διαφυλαχθείσα δε αβλαβής υπό θείων Αγγέλων, εκριζόνεται τα ονύχια των χειρών και ποδών της. Επειδή δε επρόσταξεν ο δικαστής να παραδοθή εις πορνοστάσιον, παρεκάλεσεν η Αγία τον Θεόν να φυλαχθή αμόλυντος. Και ούτω παρέθετο την ψυχήν της εις τον ποθούμενον Θεόν. Το δε τίμιον αυτής λείψανον ερρίφθη εις τον βυθόν της θαλάσσης. Υπό δε της θείας Προνοίας ευγήκεν εις το περιγιάλιον. Όθεν ο αυθέντης της Κλαύδιος πέρνωντας αυτό, τιμίως και ευλαβώς το τίμιον ενταφίασεν. (Τον Βίον αυτής όρα εις τον Εφραίμ ολίγον πλατύτερον (2).)

(1) Σημείωσαι, ότι το ίδιον τούτο δίστιχον ευρίσκεται και εις την συνώνυμον αυτής Χαριτίνην, κατά την τετάρτην του Σεπτεμβρίου.

(2) Το Μαρτύριον αυτής συνέγραψεν ελληνιστί ο Μεταφραστής, ου η αρχή· «Εκράτει ποτέ». (Σώζεται εν τη Μεγίστη Λαύρα, εν τη Ιερά Μονή των Ιβήρων και εν άλλαις.)

*

Τη αυτή ημέρα η Αγία Μάρτυς Μαμέλχθα, λίθοις βληθείσα, τελειούται.

Ομού λελουμένην με Χριστέ προσδέχου,
Μαμέλχθα φησί, και λίθοις βεβλημένην.

Αύτη ήτον από την Περσίδα ιέρεια του ναού της Αρτέμιδος. Είχε δε αδελφήν Χριστιανήν. Επειδή δε είδεν εις το όνειρόν της ένα Άγγελον Θεού, όστις έδειχνε και εδίδασκεν αυτήν τα μυστήρια των Χριστιανών, εξύπνισε τρομασμένη, και εδιηγήθη τούτο εις την αδελφήν της. Η δε αδελφή της έφερεν αυτήν εις τον Επίσκοπον, όστις εβάπτισεν αυτήν. Μαθόντες δε τούτο οι Έλληνες εθυμώθησαν και με πέτρας αυτήν εθανάτωσαν, εις καιρόν οπού ακόμη εφόρει η μακαρία τα φωτεινά ιμάτια του Αγίου Βαπτίσματος.

Και έρριψαν αυτήν εις ένα λάκκον βαθύτατον, από τον οποίον μόλις και μετά βίας εδυνήθησαν οι Χριστιανοί να ευγάλουν το άγιον αυτής λείψανον. Τότε ο Επίσκοπος επήγεν εις τον βασιλέα των Περσών, και έλαβεν από αυτόν εξουσίαν, να κρημνίση μεν τον ναόν της Αρτέμιδος, να οικοδομήση δε αυτόν Εκκλησίαν της Αγίας Μάρτυρος ταύτης Μαμέλχθας. Τούτο ουν ποιήσας, απεθησαύρισεν εν τη νεοκτίστω Εκκλησία το τίμιον αυτής λείψανον.

*

Οπτασία Κοσμά Μοναχού φοβερά και ωφέλιμος.

Πενθώ κολάσεις τας ξένας ώδε βλέπων.
Χαίρω δε αύθις τας αναπαύσεις βλέπων.

Κατά τον δέκατον τρίτον χρόνον της βασιλείας Ρωμανού του Λεκαπηνού, ήτοι εν έτει Ϡλβ’ [932], ήτον εις την Κωνσταντινούπολιν ένας άνθρωπος, ο πλέον οικειότερος από τους υπηρέτας οπού επαράστεκαν εις τον βασιλικόν κοιτώνα του Αλεξάνδρου, όστις εβασίλευσεν ολίγον προτίτερα από τον Ρωμανόν. Ήτοι ο υιός μεν Βασιλείου του Μακεδόνος, αδελφός δε Λέοντος του Σοφού.

Ούτος λοιπόν ο του Θεού άνθρωπος αφήσας τον κόσμον και τα εν κόσμω, ηγάπησε την μοναχικήν πολιτείαν. Και μετονομασθείς Κοσμάς δια του Αγγελικού σχήματος, κατεστάθη ύστερον και Ηγούμενος του σεβασμίου Μοναστηρίου του ευρισκομένου κατά τον ποταμόν Σάγαριν. Αφ’ ου δε επέρασαν μερικοί χρόνοι, ηκολούθησε να περιπέση ο θείος ούτος Κοσμάς εις δεινήν και βαρυτάτην ασθένειαν, και να διαρκέση εις αυτήν καιρόν πολύν.

Όταν δε επέρασαν πέντε μήνες, ανέλαβεν ο Όσιος κάποιόν τι από την ασθένειαν, και σηκωθείς ολίγον από την κλίνην του, εκάθισε, βασταζόμενος από το ένα μέρος και από το άλλο, παρά των υπηρετούντων αυτόν αδελφών. Ευθύς λοιπόν έγινεν έξω εαυτού του, και έμεινεν εις την έκστασιν ταύτην, από την τρίτην ώραν της ημέρας έως την ενάτην. Και τα μεν ομμάτιά του είχεν ανοικτά, και προσέχοντα εις την στέγην του οίκου του. Το δε στόμα του, εκρυφομίλει κάποια τινά λόγια, πάντη άναρθρα και ακατανόητα. Ελθών λοιπόν εις τον εαυτόν του ολίγον, έλεγεν εις τους εκεί παρόντας.

  Ευαγγέλιο Σάββατο 5 Οκτωβρίου 2024 – Αγία Χαριτίνη

Δότε μοι τας δύω μερίδας του άρτου, τας οποίας έλαβον τώρα προ ολίγου από τον τίμιον Γέροντα. Λέγωντας δε ταύτα, έβαλεν εις τον κόλπον του τας χείρας του, ερευνώντας δια να εύρη τα ζητούμενα. Μερικοί δε από τους εκεί παρόντας, στοχαζόμενοι ότι θεία έκστασις ηκολούθησεν εις τον Γέροντα, παρεκάλουν αυτόν να φανερώση εις αυτούς το μέγα τούτο μυστήριον, ειπέ, λέγοντες, ω Πάτερ.

 

Των Αγίων Χαριτίνης της Μάρτυρος και Μαμέλχθα της Μάρτυρος 05 Οκτωβρίου

Ειπέ χωρίς να φθονήσης ημάς, δια την μεγάλην ωφέλειαν, οπού έχομεν εκ τούτου να λάβωμεν. Ειπέ και διηγήσου, πού είσουν εις τας τόσας ώρας; και εις ποίαν θεωρίαν ανεβίβαζες την διάνοιάν σου; με ποίον δε εσυνωμίλεις, κινών τα χείλη σου; Ο δε Όσιος βλέπωντας αυτούς θρηνούντας πολλά και παρακαλούντας, παύσατε, έλεγεν, ω τέκνα, παύσατε. Και όταν ο Κύριος θελήση, και έλθω εις τον εαυτόν μου, τότε βέβαια θέλω τελειώσω την δέησίν σας.

Τω πρωί λοιπόν, αφ’ ου εσυνάχθη εις το κελλίον του Οσίου όλη η αδελφότης, άρχισεν ο τίμιος Γέρων να διηγήται την οπτασίαν, και να λέγη εις αυτούς ταύτα. Πατέρες μου και αδελφοί. Το μεν, να νοήσω όλα, όσα είδον κατά μέρος, και να τα διηγηθώ λεπτομερώς, τούτο είναι ανώτερον από κάθε νουν και ανθρωπίνην γλώσσαν. Όσα δε μόνον ενθυμούμαι, εκείνα και θέλω διηγηθώ. Εκεί οπού εκαθήμην εις την κλίνην μου, βασταζόμενος υπό των δύω αδελφών, εφάνη μοι ότι έβλεπα από το αριστερόν μου μέρος, ένα πλήθος πολύ κάποιων ανθρωπαρίων μελανών εις τα πρόσωπα. Εις όλους δε η μελανία δεν ήτον η αυτή, αλλά εις άλλους μεν, ήτον περισσοτέρα, εις άλλους δε, ήτον ολιγωτέρα.

Και άλλοι μεν από εκείνους, είχον τα ομμάτια ανάστροφα γυρισμένα. Άλλοι δε, είχον αυτά μαύρα, ωσάν το χρώμα του μολυβίου. Άλλοι δε, είχον αυτά αιματωμένα, και έβλεπον ωσάν φονείς και θηρία. Και άλλος μεν από εκείνους, είχε μαύρα τα χείλη, και πολλά εξωγκωμένα και φουσκωμένα. Άλλος δε, είχε μαύρον και φουσκωμένον μόνον το ένα χείλος. Και άλλος μεν, είχε τοιούτον το άνω χείλος, άλλος δε, το κάτω.

Τα ανθρωπάρια λοιπόν εκείνα ήλθον κοντά εις την κλίνην μου, και εσπούδαζον να με πάρουν από λόγου σας. Και πρώτον μεν, σας έβλεπον όλους ισταμένους τριγύρω μου. Όθεν και μοι εφαίνετο, ότι δεν τα φοβούμαι πολλά, ούτε δειλιώ τας ορμάς των. Ύστερον δε, δεν ηξεύρω πώς, έμεινα μοναχός χωρίς εσάς, και ευθύς εκυριεύθηκα από εκείνα. Όθεν με πολλήν θρασύτητα επήραν εμένα. Και άλλοι μεν, με έσυρνον εμπρός δεμένον.

Άλλοι δε, με έσπρωχνον όπισθεν. Και άλλοι μεν, με άλλον τρόπον εις άλλο μέρος με εσυμπόδιζον. Άλλοι δε, με εστενοχώρουν δυνατά. Τέλος πάντων, φέροντές με εις ένα μεγαλώτατον και βαθύτατον κρημνόν, του οποίου το πλάτος ήτον περισσότερον παρά μία λίθου βολή, το δε βάθος έφθανεν έως εις τον τάρταρον. Εις τούτον, λέγω, τον φοβερόν κρημνόν, με βίαν μεγάλην με εκαταβίβασαν. Εις το ένα δε μέρος του φοβερού εκείνου κρημνού, ήτον μία στράτα τόσον στενή, ώστε οπού μόλις εδύνετο να χωρέση εις αυτήν ένα αχνάρι ποδός.

Εις ταύτην λοιπόν την στενήν και λεπτοτάτην στράταν, με βίαν μεγάλην με ετράβιζον. Εγώ δε εσπούδαζον να κλίνω πάντοτε εις το δεξιόν μέρος, φοβούμενος, μήπως ολισθήσω και πέσω κάτω εις το αχανές εκείνο και αμέτρητον βάθος.

 

Των Αγίων Χαριτίνης της Μάρτυρος και Μαμέλχθα της Μάρτυρος 05 Οκτωβρίου

Εις δε το χάος εκείνο εφαίνετο, ότι διαπερνά ένας ποταμός, όστις από το τρέξιμον, έκαμνε μεγάλην βοήν. Αφ’ ου λοιπόν με πολύν φόβον και τρόμον διεπεράσαμεν εκείνην την στενοτάτην στράταν, ευρήκαμεν μίαν πόρταν μεγάλην, ήτις ήτον ολίγον ανοικτή. Εις ταύτην δε εκάθητο ένας άνδρας μέγας και γιγαντιαίος κατά το σώμα. Μαύρος μεν, κατά την μορφήν. Φοβερός δε, κατά το πρόσωπον.

Οι γαρ οφθαλμοί εκείνου ήτον ανάστροφα γυρισμένοι, μεγάλοι πολλά και αιματώδεις, και φλόγα πολλήν πυρός εύγανον. Η δε μύτη του εύγανε καπνόν. Η γλώσσα του ήτον κρεμασμένη έξω από το στόμα του έως μίαν πήχυν. Και το μεν δεξιόν του χέρι, ήτον τελείως κατάψυχρον και πεπαγωμένον. Το δε αριστερόν, ήτον χοντρόν, ωσάν κολόνα, και γυμνόν και πολλά μακρόν (3). Με τούτο το χέρι επίανεν ο φοβερός εκείνος τους αμαρτωλούς, και τους έρριπτε μέσα εις το άμετρον χάος εκείνο, οίτινες ριπτόμενοι, όλοι το ουαί! και το οίμοι! εφώναζον.

Καθώς λοιπόν ημείς επλησιάσαμεν κοντά εις τον μαύρον εκείνον και φοβερόν γίγαντα, εφώναξεν αυτός ευθύς με μεγάλην φωνήν εις εκείνους, οπού με ετράβιζον. Ούτος είναι φίλος μου. Και μαζί με τον λόγον, άπλωσε το χέρι του, ζητώντας να με πιάση. Εγώ δε κρατηθείς από τον φόβον, ετρόμαξα και εσυστάλθηκα εις τον εαυτόν μου. Και παρευθύς ωσάν να εστάλθησαν δύω άνδρες άσπροι εις τας τρίχας και ιεροπρεπείς, τους οποίους ενόμισα, πως είναι ο Απόστολος Ανδρέας, και ο Ευαγγελιστής Ιωάννης, όσον από την ιδέαν οπού είχον των αγίων αυτών εικόνων.

Τούτους λοιπόν βλέπωντας ο ασχημότατος εκείνος γίγας, ευθύς εφοβήθη και απεκρύβη. Όθεν λαβόντες εμένα με ευμένειαν οι δύω εκείνοι, διεπέρασαν μίαν εσωτέραν πόρταν. Από δε την πόρταν εκείνην ευγήκαμεν εις μίαν πεδιάδα. Όπου ήτον κάλλιστα χωρία και ωραιότατα. Περάσαντες δε και ταύτα, κοντά εις το τέλος της πεδιάδος εύρομεν μίαν κοιλάδα χλοεράν και πανευφρόσυνον, της οποίας την ωραιότητα και το κάλλος, και όλην την άλλην χάριν, είναι αδύνατον να παραστήση τινάς δια λόγου. Εις το μέσον δε της κοιλάδος εκείνης, εκάθητο ένας γέροντας χαρίεις και τίμιος, έχωντας τριγύρω εις τον εαυτόν του πολύ πλήθος παιδίων, παρομοίων εις τον αριθμόν με την άμμον της θαλάσσης.

  Κυριακή Δ΄ Νηστειών – Του αγίου Ιωάννου της Κλίμακος

Τότε λοιπόν εγώ αποδιώξας τον φόβον εκ της καρδίας μου, ερώτησα με ήσυχον φωνήν τους δύω εκείνους οπού με έφερον, ποίος άράγε να ήναι ο γέρωντας εκείνος οπού εφαίνετο. Και τι πλήθος είναι εκείνο οπού τον περιεκύκλοναν.

 

Των Αγίων Χαριτίνης της Μάρτυρος και Μαμέλχθα της Μάρτυρος 05 Οκτωβρίου

Οι δε, ο Αβραάμ είναι, είπον μοι, και ο κόλπος εκείνος οπού ακούεις του Αβραάμ. Διο και παρακινηθείς υπ’ αυτών, επήγα και επροσκύνησα, και ησπασάμην αυτόν μετ’ ευλαβείας. Έπειτα πάλιν εκρατήσαμεν την εις τα έμπροσθεν στράταν. Και αφ’ ου επεράσαμεν την κοιλάδα εκείνην, εφθάσαμεν εις ένα μεγαλώτατον ελαιώνα. Του οποίου τόσον πολλά εις τον αριθμόν ήτον τα δένδρα, όσα είναι τα άστρα του ουρανού.

Εις κάθε δε δένδρον, ήτον μία σκηνή, ήτοι τέντα, ή τζαδίρι. Εις κάθε δε τένταν, ήτον και μία κλίνη. Εις κάθε δε κλίνην, ήτον ένας άνθρωπος (4). Εις εκείνας τας ιεράς σκηνάς εγώ εγνώρισα πολλούς οίτινες εν τη γη ζώντες, ανεστρέφοντο μέσα εις τα βασιλικά παλάτια. Άλλοι δε ήτον και από τους κατοικούντας εις την Κωνσταντινούπολιν. Και άλλοι προς τούτοις, από το εδικόν μας Μοναστήριον. Όλοι δε ούτοι, τους οποίους είδον εκεί και εγνώρισα, ήτον προαποθανόντες.

Εις καιρόν δε οπού εσυλλογιζόμην να ερωτήσω τους μετ’ εμού δύω γέροντας, ποίος ήτον ο τόσον μέγας και θαυμαστός εκείνος ελαιών, προφθάνουσιν εκείνοι την ερώτησιν, και λέγουσιν εις εμένα. Τι διαλογίζεσαι και απορείς, ποίος είναι ο μέγας ούτος και ωραιότατος ελαιών; και ποία είναι, όσα βλέπεις εις αυτόν; Ταύτα είναι εκείνα, δια τα οποία ακούεις να λέγουν οι Πατέρες και η Γραφή.

«Πολλαί μοναί παρά σοι Σώτερ πεφύκασι, κατ’ αξίαν πάσι μεριζόμεναι, κατά το μέτρον της αρετής». Ύστερον δε από τον ελαιώνα εκείνον, ήτον μία πόλις, της οποίας το κάλλος και την ποικιλίαν, και την του τείχους αρμονίαν και σύνθεσιν, δεν είναι δυνατόν να διηγηθή τινάς. Διότι εις όλον εκείνο το τείχος, ήτον δώδεκα στίχοι, οίτινες περιεκύκλοναν αυτό ωσάν ζώναι. Αι οποίαι δεν είχον ένα χρώμα, αλλά πολλά και διάφορα. Επειδή όλαι αι ζώναι ήτον από τους δώδεκα τιμίους λίθους (5). Κάθε δε μία ζώνη, ήτον συναρμοσμένη από ένα λίθον, και ετελείονεν ένα κύκλον ξεχωριστόν.

Τι δε πρέπει να λέγη τινάς δια την ισότητα οπού είχον αι πλάκες της πόλεως εκείνης; και δια την εις όλα ευαρμοστίαν; Εις το τείχος της πόλεως εκείνης ήτον πόρται στολισμέναι με χρυσίον και αργύριον. Μέσα δε από τας πόρτας, ήτον ένα μαλαγματένιον πάτωμα. Μέσα δε από το πάτωμα, ήτον οσπήτια μαλαγματένια. Ήτον μαλαγματένιαι καθέδραι. Ήτον μαλαγματένια τραπέζια.

Όλη δε η πόλις ήτον γεμάτη από ανεκλάλητον φως. Όλη γεμάτη από ευωδίας. Όλη γεμάτη από χάριτας διαφόρους. Ταύτην δε περιερχόμενοι και θεωρούντες, δεν είδομεν εκεί άνθρωπον, ούτε κτήνος τετράποδον, ούτε πουλίον, ούτε άλλο κανένα ζώον, ή πράγμα, όσα κινούνται εδώ κάτω εις την γην και εις τον αέρα. Εις δε την άκραν της πόλεως, ήτον κτισμένα θαυμαστά βασίλεια. Των οποίων εις την πόρταν και είσοδον, ήτον ένας θάλαμος.

Ήγουν μία θαυμαστή νυμφική κάμερα, της οποίας ο γύρος ήτον τόσον μεγάλος, όση είναι και μία λίθου βολή. Εις τα άκρα δε του θαλάμου εκείνου έως εις τα άλλα άκρα του, ήτον εξαπλωμένη μία τράπεζα, κατεσκευασμένη όλη από μάρμαρον το καλούμενον ρωμαϊκόν. Η οποία ήτον υψηλή από την γην τόσον, όσον να κάθεται και να ακουμβίζη άνθρωπος. Όλη δε η τράπεζα εκείνη ήτον γεμάτη από φιλευομένους.

 

Των Αγίων Χαριτίνης της Μάρτυρος και Μαμέλχθα της Μάρτυρος 05 Οκτωβρίου

Και ο οίκος δε όλος εκείνος, ήτον γεμάτος από ένα καθαρώτατον φως, και από ευωδίαν και κάθε χάριν. Κοντά δε εις το τέλος του θαλάμου εκείνου, ήτον μία οικοδομή μικρά, εις είδος κοχλίου κατεσκευασμένη. Κοντά εις την οποίαν, ήτον ένα ηλιακόν ωραίον και πανευφρόσυνον, το οποίον έβλεπε προς την τράπεζαν. Από τούτο το ηλιακόν, έσκυψαν δύω φωτόμορφοι νέοι ευνούχοι, όμοιοι εις το πρόσωπον με την αστραπήν, και γεμάτοι από κάθε λαμπρότητα (6).

Οίτινες είπον εις τους δύω γέροντας εκείνους περί εμού. Ας καθίση και ούτος εις την τράπεζαν. Και μαζί με τον λόγον, έδειξαν και με το δάκτυλον τον τόπον της καθέδρας, εις τον οποίον οι δύω γέροντες φέροντες με εκάθισαν. Αυτοί δε επήγαν εις το άλλο μέρος, και εκάθισαν και αυτοί. Οι δε νέοι ευνούχοι εκείνοι, εμβήκαν τάχα εις το ενδότερον μέρος της λαμπράς εκείνης οικίας, το οποίον ήτον κοντά εις το ηλιακόν, και έμενον εκεί πολλάς ώρας.

  Το Συναξάρι της ημέρας (18/08)

Τότε λοιπόν εγώ θεωρών με περιέργειαν τα της τραπέζης εκείνης, εγνώριζον πολλούς, τους οποίους είχον φίλους εν τη παρούση ζωή. Τόσον από λαϊκούς κοσμικούς, οίτινες ανεστρέφοντο εις τα βασίλεια, όσον και από τους Μοναχούς του εδικού μας Μοναστηρίου. Αφ’ ου δε επέρασαν ώραι πολλαί, πάλιν έσκυψαν από το ηλιακόν οι νέοι εκείνοι ευνούχοι, και είπον προς τους μετ’ εμού δύω γέροντας.

Επιστρέψατε τούτον οπίσω. Ότι πολλά λυπούνται και πενθούσι δι’ αυτόν τα πνευματικά αυτού τέκνα. Όθεν ο Βασιλεύς παρακινηθείς από τους στεναγμούς των, θέλει να μένη ούτος ακόμη εις την μοναδικήν ζωήν. Όθεν πηγαίνοντες τούτον δι’ άλλης στράτας, λάβετε αντί τούτου τον Μοναχόν Αθανάσιον, τον όντα από το Μοναστήριον του Τραϊανού. Και παρευθύς οι δύω γέροντες παραλαβόντες εμένα, ευγήκαν από τον θάλαμον και από την πόλιν εκείνην, δι’ άλλης στράτας συντομωτέρας. Κατά την στράταν δε απαντήσαμεν επτά λίμνας γεμάτας από διαφόρους κολάσεις και τιμωρίας.

Διότι άλλη μεν λίμνη ήτον γεμάτη από σκότος, άλλη δε από φωτίαν. Και η μία μεν, ήτον γεμάτη από βρωμεράν ομίχλην και αντάραν. Η δε άλλη, από σκώληκας. Και άλλη, από άλλας βασάνους και τιμωρίας. Όλαι δε αι λίμναι εκείναι ήτον γεμάται από πλήθος ανθρώπων αναριθμήτων. Οίτινες όλοι ελεεινώς και γοερώς έκλαιον και ωδύροντο.

Αφ’ ου δε τας λίμνας εκείνας επεράσαμεν, και επήγαμεν ολίγον εμπρός, πάλιν εύρομεν τον γέροντα εκείνον, όστις ήτον ο Αβραάμ, τον οποίον εγώ ευθύς προσκυνήσας, ησπασάμην. Εκείνος δε έδωκεν εις εμένα ένα ποτήριον χρυσούν, γεμάτον από κρασί γλυκύτερον και αυτού του μέλιτος. Έδωκέ μοι δε και τρία κομμάτια ξηρού άρτου. Από τα οποία, το μεν ένα, εβούτηξα μέσα εις το κρασί, και μοι εφάνη ότι το έφαγον, και έπιον και όλον το κρασί.

 

Των Αγίων Χαριτίνης της Μάρτυρος και Μαμέλχθα της Μάρτυρος 05 Οκτωβρίου

Τα δε άλλα κομμάτια τα έβαλον τάχα μέσα εις τον κόλπον μου. Τα οποία και εζήτουν εχθές από λόγου σας. Είτα μετά ολίγον επήγαμεν πάλιν εις τον τόπον εκείνον, όπου ο γιγαντιαίος εκείνος ευρίσκετο, ο ασχημότατος, και όμοιος ων με την σκοτεινήν νύκτα κατά το πρόσωπον. Όστις βλέπωντάς με, έβρυχε μεγάλως τους οδόντας του, και με θυμόν και πικρίαν, έλεγε προς εμένα, τώρα μεν, εγλύτωσες από λόγου μου. Εις το εξής όμως, δεν θέλω παύσω από το να κατασκευάζω σκάνδαλα και κακά, τόσον εναντίον σου, όσον και εναντίον του Μοναστηρίου σου.

Ταύτα μεν όσα ηξεύρω και ενθυμούμαι, ιδού σας τα εφανέρωσα, πατέρες και αδελφοί. Πώς δε ήλθον πάλιν εις τον εαυτόν μου παντελώς δεν ηξεύρω.

Αφ’ ου δε ταύτα είπε και εδιηγήθη ο Όσιος Κοσμάς, εστάλθη ένας αδελφός εις το Μοναστήριον, το επονομαζόμενον του Τραϊανού, και ευρίσκει τον Μοναχόν Αθανάσιον αποθανόντα, και έξω του κελλίου του νεκρόν επί του κραββάτου φερόμενον (7). Ερωτήσας δε ο αποσταλείς αδελφός, πότε ο Αθανάσιος απέθανεν, έμαθεν, ότι εχθές κατά την ενάτην ώραν της ημέρας, κατά την οποίαν και ο Όσιος Κοσμάς είδε την ρηθείσαν οπτασίαν, και ήλθεν εις τον εαυτόν του.

Και ταύτα μεν ούτως ηκολούθησαν. Μετά ολίγον δε καιρόν, έγινεν ένα Μοναστήριον τα δύω εκείνα Μοναστήρια, το του θείου Κοσμά και το του Τραϊανού. Διατί ήτον και τα δύω κοντά γειτονεύοντα. Και έως της σήμερον κυβερνώνται και τα δύω από ένα Ηγούμενον. Ζήσας δε ο Όσιος Κοσμάς τριάκοντα χρόνους μετά την ανωτέρω οπτασίαν, και ηγουμενεύων εις τα ειρημένα δύω Μοναστήρια, πολλήν προκοπήν και αύξησιν επροξένησεν εις αυτά, τόσον κατά την θεάρεστον και ενάρετον πολιτείαν των Μοναχών, όσον και κατά τα εισοδήματα τα προς διοίκησιν και τροφάς αναγκαίας των αδελφών, εις δόξαν του φιλανθρώπου Θεού ημών. Αμήν.

(3) Δια τούτων αινιγματωδώς δηλούται, ότι ο Διάβολος, προς μεν τα δεξιά, ήτοι προς τα αγαθά και τας αγαθάς κινήσεις, είναι πάντη κατάψυχρος και ακίνητος. Προς δε τα αριστερά, ήτοι προς τα πονηρά, και τας πονηράς κινήσεις, ενεργής εστι και θερμός και ευκίνητος.

(4) Διατί τα μέλλοντα εκείνα αγαθά, α οφθαλμός ουκ είδε, και ους ουκ ήκουσε, παρομοιάζονται και σχηματίζονται με τα γήϊνα ταύτα αγαθά, όρα εις την δεκάτην πρώτην του Σεπτεμβρίου εν τη υποσημειώσει του Συναξαρίου του Οσίου Ευφροσύνου του Μαγείρου.

(5) Δώδεκα λίθοι τίμιοι είναι ούτοι: Ίασπις, Σάπφειρος, Χαλκηδών, Σμάραγδος, Σαρδόνυξ, Σάρδιος, Χρυσόλιθος, Βήρυλλος, Τοπάζιον, Χρυσόπρασος, Υάκινθος, και Αμέθυστος. Τούτους τους λίθους είδε και ο Ιωάννης εις την Ιεράν Αποκάλυψιν, ότι ήτον θεμέλιοι της άνω πόλεως Ιερουσαλήμ, εν κεφ. κα’.

(6) Ούτοι φαίνεται να ήτον Άγγελοι. Ίσως δε να ήτον και οι δύω Αρχάγγελοι: ο Μιχαήλ δηλαδή και ο Γαβριήλ.

(7) Ο Βίος και το Συναξάριον του Οσίου Αθανασίου τούτου, ευρίσκεται κατά την τρίτην του Ιουνίου και όρα εκεί.

Ταις των σων Αγίων πρεσβείαις Χριστέ ο Θεός ελέησον ημάς.

 

Από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου, Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Α’. Εκδόσεις Δόμος, 2005.

koinoniaorthodoxias.org

Αφήστε μια απάντηση